Ο όρος deadline είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του "deadline" είναι /ˈdɛd.laɪn/.
Ο όρος "deadline" αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία ή ώρα έως την οποία πρέπει να ολοκληρωθεί μια εργασία ή να υποβληθεί κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά πλαίσια για να δηλώσει την ανάγκη ολοκλήρωσης συγκεκριμένων καθηκόντων εντός καθορισμένου χρονοδιαγράμματος. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στον γραπτό λόγο, ειδικά σε emails ή επίσημα έγγραφα.
Έχουμε μια προθεσμία να υποβάλουμε το έργο μέχρι το τέλος της εβδομάδας.
It’s essential to meet the deadline to avoid any penalties.
Είναι σημαντικό να τηρήσουμε την προθεσμία για να αποφύγουμε τυχόν ποινές.
The deadline for applications is next Friday.
Ο όρος "deadline" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Πρέπει να δουλέψουμε όλη τη νύχτα για να τηρήσουμε την προθεσμία.
To set a deadline - αναφέρεται στη διαδικασία καθορισμού μιας προθεσμίας.
Ο διευθυντής αποφάσισε να θέσει μια προθεσμία για τις εκθέσεις πωλήσεων.
To miss a deadline - σημαίνει να μην ολοκληρώσεις κάτι στην καθορισμένη ώρα.
Ο όρος "deadline" προέρχεται από τις λέξεις "dead" (νεκρός) και "line" (γραμμή). Αρχικά, αναφερόταν σε μια γραμμή που δεν έπρεπε να διασχίζεται, κυρίως σε στρατιωτικά πλαίσια, και με την πάροδο του χρόνου πήρε τη σύγχρονη έννοια της προθεσμίας.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "deadline" στον αγγλικό γλώσσα.