deaf-mutism with blindness - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deaf-mutism with blindness (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου Η φράση "deaf-mutism with blindness" είναι μία σύνθετη φράση που περιλαμβάνει υποκείμενα μέρη του λόγου: - "deaf" (επίθετο) - "mutism" (ουσιαστικό) - "with" (πρόθεση) - "blindness" (ουσιαστικό)

Φωνητική μεταγραφή /dɛf ˈmjuːtɪzəm wɪð ˈblaɪndnəs/

Ελληνικές επιλογές μετάφρασης - κώφωση και μουγκαμάρα με τύφλωση - τύφλωση σε συνδυασμό με κώφωση και μουγκαμάρα

Σημασία της λέξης Η φράση "deaf-mutism with blindness" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου ένα άτομο είναι κωφό (δεν ακούει) και μουγγό (δεν μιλάει) και επιπλέον είναι επίσης τυφλό (δεν βλέπει). Αυτή η κατάσταση έχει σοβαρές επιπτώσεις στην επικοινωνία και την αλληλεπίδραση του ατόμου με τον έξω κόσμο. Είναι μια σπάνια και πολύπλοκη αναπηρία που μπορεί να επηρεάσει αναπτυξιακούς τομείς όπως η γλώσσα και η μάθηση.

Συχνότητα χρήσης Η φράση δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη στην καθημερινή ομιλία, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα ή έρευνες που εξετάζουν αναπηρίες και τις επιπτώσεις τους.

Παραδείγματα προτάσεων 1. "The child suffers from deaf-mutism with blindness, making communication extremely challenging." - "Το παιδί πάσχει από κώφωση και μουγκαμάρα με τύφλωση, καθιστώντας την επικοινωνία εξαιρετικά δύσκολη."

  1. "Special education programs are essential for those with deaf-mutism with blindness."
  2. "Τα προγράμματα ειδικής εκπαίδευσης είναι απαραίτητα για τους ανθρώπους με κώφωση και μουγκαμάρα με τύφλωση."

  3. "Understanding the needs of individuals experiencing deaf-mutism with blindness requires specialized training."

  4. "Η κατανόηση των αναγκών των ατόμων που βιώνουν κώφωση και μουγκαμάρα με τύφλωση απαιτεί ειδική εκπαίδευση."

Ιδωμάτων που σχετίζονται με την φράση Η φράση δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχει μια ευρεία γκάμα εκφράσεων που σχετίζονται με αναπηρίες και την επικοινωνία.

Ετυμολογία της λέξης - "Deaf" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική λέξη "deaf," που σημαίνει "χωρίς ακοή". - "Mutism" προέρχεται από την Λατινική λέξη "mutus," που σημαίνει "σιωπηλός, μουγκός". - "Blindness" προέρχεται από την αρχαία Αγγλική "blind," που σημαίνει "χωρίς όραση".

Συνώνυμα - Deafness (κώφωση) - Muteness (μουγκαμάρα) - Visual impairment (οπτική αναπηρία)

Αντώνυμα - Hearing (ακοή) - Speech (ομιλία) - Sight (όραση)

Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μία σφαιρική εικόνα της φράσης και των συνθηκών που σχετίζονται με αυτήν, υπογραμμίζοντας την σοβαρότητα και την ανάγκη για ειδική προσοχή και υποστήριξη.



25-07-2024