Ρήμα (αλλά πιο συχνά χρησιμοποιείται ως επίθετο).
/ˈdɪr/
Η λέξη "dear" χρησιμοποιείται για να δείξει μία τρυφερή ή στοργική προτίμηση προς κάποιον ή κάτι. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη για να απευθυνθεί κανείς σε κάποιον που του είναι αγαπητός (π.χ., σε μια επιστολή ή έναν χαιρετισμό). Επίσης, οι άνθρωποι μπορεί να το χρησιμοποιήσουν για να χαρακτηρίσουν κάτι που έχει υψηλή αξία ή σημασία.
Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση του "dear" είναι αρκετά συχνή, ειδικά στον γραπτό λόγο (π.χ. στα γράμματα και τις επίσημες αναφορές), ενώ χρησιμοποιείται επίσης και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε φιλικές ή στοργικές καταστάσεις.
Dear friend, I hope you are doing well.
Αγαπητέ φίλε, ελπίζω να είσαι καλά.
He always calls her dear when they talk.
Αυτός πάντα την αποκαλεί αγαπητή όταν μιλούν.
It was a dear memory for her.
Ήταν μία αγαπημένη ανάμνηση γι' αυτήν.
Η λέξη "dear" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να συναντηθεί:
Example: She wrote him a dear John letter, explaining why she couldn't continue.
Έγραψε μία επιστολή dear John, εξηγώντας γιατί δεν μπορούσε να συνεχίσει.
Dear to my heart
Indicating something or someone that is very important or cherished.
Δείχνει κάτι ή κάποιον που είναι πολύ σημαντικός ή πολύτιμος.
Example: This project is dear to my heart as it helps the community.
Αυτό το έργο είναι πολύτιμο για μένα καθώς βοηθά την κοινότητα.
My dear
A term of endearment often used to address someone affectionately.
Ένας όρος στοργής που χρησιμοποιείται συχνά για να απευθυνθείς σε κάποιον με αγάπη.
Η λέξη "dear" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "deore", που σημαίνει "ακριβός" ή "αγαπητός", συνδέεται με τις γερμανικές ρίζες, όπως την γερμανική λέξη "teuer" (ακριβός).
Συνώνυμα: beloved, cherished, precious, valued
Αντώνυμα: unvalued, cheap, insignificant