Ουσιαστικό (noun)
/dɪˈbʌɡər/
Η λέξη "debugger" αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή πρόγραμμα λογισμικού που χρησιμοποιείται από προγραμματιστές για την ανίχνευση, διάγνωση και επιδιόρθωση σφαλμάτων ή προβλημάτων σε προγράμματα υπολογιστών. Συνήθως, οι debuggers παρέχουν δυνατότητες παρακολούθησης της εκτέλεσης του κώδικα, διάφορες μορφές αποσφαλμάτωσης, και μπορεί να επιτρέπουν στους χρήστες να σταματούν την εκτέλεση του προγράμματος και να εξερευνούν τις τιμές των μεταβλητών.
Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της πληροφορικής και του προγραμματισμού. Η χρήση της είναι συχνή στον γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικά έγγραφα, άρθρα και βιβλία, αλλά αν συναντάται και στον προφορικό λόγο από προγραμματιστές και ειδικούς.
Ο προγραμματιστής χρησιμοποίησε έναν αποσφαλματωτή για να διορθώσει τα σφάλματα στον κώδικα.
A good debugger can make the troubleshooting process much easier.
Ένας καλός αποσφαλματωτής μπορεί να διευκολύνει σημαντικά τη διαδικασία επιδιόρθωσης προβλημάτων.
Debuggers are essential tools in software development.
Στη γλώσσα Αγγλικά, η λέξη "debugger" σπάνια χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, υπάρχουν καλές περιπτώσεις όπου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προγραμματιστικούς όρους και εκφράσεις:
"Βάζω τον κώδικά μου στον αποσφαλματωτή για να εντοπίσω το πρόβλημα."
"Using a debugger, you can step through your code line by line."
"Χρησιμοποιώντας έναν αποσφαλματωτή, μπορείς να προχωρήσεις τον κώδικά σου γραμμή-γραμμή."
"Debugging without a debugger can be quite challenging."
"Η αποσφαλμάτωση χωρίς αποσφαλματωτή μπορεί να είναι αρκετά προκλητική."
"The debugger revealed several hidden bugs in the application."
"Ο αποσφαλματωτής αποκάλυψε αρκετά κρυμμένα σφάλματα στην εφαρμογή."
"Many modern IDEs come with integrated debuggers to help developers."
Η λέξη "debugger" προέρχεται από το ακριβές στα αγγλικά "debug," που σημαίνει "να αφαιρέσεις σφάλματα." Ο όρος "debug" αρχικά προήλθε από την πρακτική της φυσικής αφαίρεσης λογισμικών ή υλικών σφαλμάτων, και το suffix "-er" υποδηλώνει ένα εργαλείο ή άτομο που εκτελεί μια συγκεκριμένη ενέργεια.
Συνώνυμα: - Fixer - Troubleshooter
Αντώνυμα: - Bug (στο πλαίσιο σφάλματος) - Malfunction (προβληματική λειτουργία)