Decigram είναι ουσιαστικό.
/ˈdɛsɪˌɡræm/
Το decigram είναι μονάδα μέτρησης βάρους που ισούται με το ένα δέκατο (1/10) ενός γραμμαρίου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα, όπως στη διατροφή και τη φαρμακολογία. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, καθώς σπανίως χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία.
The recipe calls for five decigrams of salt.
Η συνταγή απαιτεί πέντε δεκαγραμμάρια αλατιού.
He measured the medication in decigrams.
Μέτρησε το φάρμακο σε δεκαγραμμάρια.
A decigram is a useful unit for measuring small quantities.
Ένα δεκαγραμμάριο είναι μια χρήσιμη μονάδα για την μέτρηση μικρών ποσοτήτων.
Η λέξη "decigram" δεν είναι κοινά χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε συγκείμενα που σχετίζονται με τη μέτρηση ή την επιστήμη. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα χρήσης της λέξης σε συνδυασμό με άλλες λέξεις που αφορούν τη μέτρηση:
When baking, it’s crucial to use the correct amount, such as using half a decigram of yeast.
Όταν ψήνουμε, είναι κρίσιμο να χρησιμοποιούμε τη σωστή ποσότητα, όπως το να χρησιμοποιήσουμε μισό δεκαγραμμάριο μαγιάς.
Nutrition labels often indicate the content in grams and decigrams.
Οι ετικέτες διατροφής συχνά αναφέρουν την περιεκτικότητα σε γραμμάρια και δεκαγραμμάρια.
In a scientific experiment, precise measurements in decigrams can affect the outcome.
Σε ένα επιστημονικό πείραμα, οι ακριβείς μετρήσεις σε δεκαγραμμάρια μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα.
Η λέξη decigram προέρχεται από το γαλλικό "décigramme," το οποίο είναι σύνθετη λέξη από το "déci-" που σημαίνει "δέκα" και "gramme," που σημαίνει "γραμμα". Έχει εισαχθεί στην αγγλική γλώσσα μέσω της επιστημονικής ορολογίας.
Συνώνυμα:
- Δεκατόγραμμα (τάση για χρήση σε ευρύτερο πλαίσιο)
Αντώνυμα:
- Γραμμάριο (1 gram)
- Χιλιοστόγραμμα (milligram, 1/1000 της μονάδας)