Το "decimicrowatt" είναι ουσιαστικό.
/dɛsɪmaɪˈkraʊət/
Το "decimicrowatt" αναφέρεται σε μία μονάδα μέτρησης ισχύος που ισούται με το ένα δέκατο του μικροβάτ (μW), δηλαδή 0.1 μW. Χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά πεδία, όπως η ηλεκτρολογία και η φυσική, για να μετρήσει πολύ μικρές ποσότητες ενέργειας.
Η συχνότητα χρήσης του είναι σχετικά χαμηλή, καθώς δεν είναι μία συνηθισμένη μονάδα μέτρησης στην καθημερινή γλώσσα. Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα και τεχνικές αναφορές παρά στον προφορικό λόγο.
Ο αισθητήρας λειτουργεί σε επίπεδο ισχύος μόλις ενός δεσσιμικροβάτ.
In low-power applications, a decimicrowatt can make a difference.
Σε εφαρμογές χαμηλής ισχύος, ένα δεσσιμικροβάτ μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Researchers are studying devices that consume less than a decimicrowatt.
Ως τεχνικός όρος, το "decimicrowatt" δεν χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε τεχνικές προτάσεις που σχετίζονται με την ηλεκτρολογία ή τη μελέτη μικρών ποσοτήτων ενέργειας:
Στην κλίμακα ενός δεσσιμικροβάτ, ακόμη και μικρές αλλαγές στην τάση μπορούν να επηρεάσουν την απόδοση.
Designing circuits that work efficiently at decimicrowatt levels is a challenge for engineers.
Ο σχεδιασμός κυκλωμάτων που λειτουργούν αποδοτικά σε επίπεδα δεσσιμικροβάτ είναι μια πρόκληση για τους μηχανικούς.
The new technology improves energy efficiency to operate below the decimicrowatt threshold.
Η λέξη "decimicrowatt" προέρχεται από την ένωση δύο λέξεων: "deci-" που σημαίνει "ένας δέκατος" και "microwatt", που είναι η μονάδα μέτρησης ισχύος (micro- που σημαίνει "μικρός"). Έτσι, η λέξη περιγράφει μία μονάδα ισχύος που είναι δέκα φορές μικρότερη από ένα μικροβάτ.
Συνώνυμα: - μισομικροβάτ (κάτι που δεν είναι τυπικό)
Αντώνυμα: - kilowatt (χίλια βατ) - megawatt (ένας εκατομμύριο βατ)
Αυτές οι μονάδες αναφέρονται σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ισχύος και χρησιμοποιούνται σε διαφορετικά πεδία, συνήθως σε βιομηχανικές ή εμπορικές εφαρμογές.