declare war on - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

declare war on (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "declare war on" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ dɪˈklɛr wɔr ɒn /

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "declare war on" σημαίνει να ανακοινώνεται επίσημα η έναρξη πολεμικών εχθροτήτων εναντίον ενός άλλου κράτους ή ομάδας. Χρησιμοποιείται συχνά και με μεταφορική έννοια, υποδηλώνοντας μια έντονη, επιθετική στάση ή δράση εναντίον κάποιου ή κάτι.

Συχνότητα χρήσης

Η φράση "declare war on" χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά και δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να βρεθεί σε προφορικό λόγο. Συνήθως απαντάται σε επίσημα ή σοβαρά συμφραζόμενα, όπως στη διάρκεια συζητήσεων για πολέμους ή συγκρούσεις.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The government decided to declare war on corruption to restore public trust.
  2. Η κυβέρνηση αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο σε τη διαφθορά για να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κοινού.

  3. He plans to declare war on all bad habits this year.

  4. Σκοπεύει να κηρύξει πόλεμο σε όλες τις κακές συνήθειες φέτος.

  5. Many leaders were hesitant to declare war on terrorism.

  6. Πολλοί ηγέτες ήταν διστακτικοί να κηρύξουν πόλεμο σε την τρομοκρατία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η φράση "declare war on" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που μεταφέρουν την έννοια της επιθετικότητας ή μιας έντονης μάχης:

  1. The new CEO has vowed to declare war on inefficiency in the company.
  2. Ο νέος διευθύνων σύμβουλος έχει ορκιστεί να κηρύξει πόλεμο σε την αναποτελεσματικότητα της εταιρείας.

  3. They have chosen to declare war on climate change through innovative policies.

  4. Έχουν επιλέξει να κηρύξουν πόλεμο σε την κλιματική αλλαγή μέσω καινοτόμων πολιτικών.

  5. The activists are ready to declare war on animal cruelty.

  6. Οι ακτιβιστές είναι έτοιμοι να κηρύξουν πόλεμο σε την κακοποίηση ζώων.

  7. In his speech, the politician promised to declare war on unemployment.

  8. Στη ομιλία του, ο πολιτικός υποσχέθηκε να κηρύξει πόλεμο σε την ανεργία.

  9. The community is about to declare war on littering.

  10. Η κοινότητα είναι έτοιμη να κηρύξει πόλεμο σε την ρύπανση από σκουπίδια.

  11. They have decided to declare war on any unfair practices in the workplace.

  12. Έχουν αποφασίσει να κηρύξουν πόλεμο σε οποιεσδήποτε άδικες πρακτικές στον χώρο εργασίας.

Ετυμολογία της λέξης

Η φράση "declare war on" προέρχεται από τη χρήση της λέξης "declare" (κηρύσσω) που προέρχεται από το λατινικό "declarare" (ανακοινώνω δημόσια) και την λέξη "war" (πόλεμος) που προέρχεται από το αρχαίο αγγλικό "werre" ή "wyrre".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



25-07-2024