Declassify είναι ρήμα.
/diːˈklæsɪfaɪ/
Η λέξη "declassify" αναφέρεται στην πράξη της αφαίρεσης ή της αλλαγής μιας ένδειξης μυστικότητας από πληροφορίες ή έγγραφα, καθιστώντας τα προσβάσιμα στο κοινό ή σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και κυβερνητικά πλαίσια και συνήθως περιγράφει τη διαδικασία αποκατάστασης της διαφάνειας για ευαίσθητες πληροφορίες.
Είναι μια πιο τυπική λέξη και χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε νομικά, κυβερνητικά ή πανεπιστημιακά περιβάλλοντα. Στην καθημερινή ομιλία, η χρήση της μπορεί να είναι λιγότερο συχνή.
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποχαρακτηρίσει αρκετά έγγραφα που σχετίζονται με τον πόλεμο.
After years of secrecy, the files were finally declassified.
Μετά από χρόνια μυστικότητας, οι φάκελοι αποχαρακτηρίστηκαν τελικά.
She was relieved to see the information declassified, allowing for more transparency.
Η λέξη "declassify" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα:
"Ο πρόεδρος έπρεπε να αποχαρακτηρίσει ορισμένα έγγραφα λόγω δημόσιας πίεσης."
"It's not easy to declassify information that has been kept secret for decades."
"Δεν είναι εύκολο να αποχαρακτηρίσεις πληροφορίες που έχουν κρατηθεί μυστικές για δεκαετίες."
"Declassifying intelligence is a delicate process that requires careful review."
Η λέξη "declassify" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που σημαίνει "αφαιρώ" και την λέξη "classify", που προέρχεται από την λατινική λέξη "classis" που σημαίνει "τάξη" ή "κατηγορία". Έτσι, "declassify" σημαίνει την αφαίρεση της κατηγορίας, δηλαδή της μυστικότητας.
Συνώνυμα: - Unveil - Disclose - Reveal
Αντώνυμα: - Classify - Conceal - Suppress