Ρήμα
/dɪˈkɒleɪt/
Η λέξη "decollate" χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της τυπογραφίας και της εκτύπωσης. Αναφέρεται στη διαδικασία του να αποσυνδέει ή να αφαιρεί σελίδες από ένα βιβλίο ή έγγραφο, ιδιαίτερα όταν αυτές είναι κολλημένες ή συνδεδεμένες. Στη γενικότερη χρήση, μπορεί να σημαίνει και τον διαχωρισμό ή την αφαίρεση πολλών στοιχείων από ένα σύνολο.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: - Η λέξη "decollate" συναντάται συχνά σε τεχνικά κείμενα ή αναφορές που σχετίζονται με την εκπαίδευση, την τυπογραφία ή τη διαχείριση εγγράφων. - Είναι λιγότερο συνηθισμένο στον προφορικό λόγο και περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο.
The printer failed to decollate the pages correctly, resulting in a disorganized stack. Ο εκτυπωτής απέτυχε να αποσυνδέσει τις σελίδες σωστά, με αποτέλεσμα μια αποδιοργανωμένη στοίβα.
Please make sure to decollate the documents before submitting them for review. Παρακαλώ βεβαιωθείτε ότι θα αποσυνδέσετε τα έγγραφα πριν τα υποβάλετε για έλεγχο.
After decollating the reports, he filed them away in separate folders. Μετά την αποσύνδεση των αναφορών, τις καταχώρισε σε ξεχωριστούς φακέλους.
Η λέξη "decollate" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο τεχνικές φράσεις που σχετίζονται με το βήμα του διαχωρισμού ή της οργάνωσης.
To decollate your options can help in making a more informed decision. Η αποσύνδεση των επιλογών σας μπορεί να βοηθήσει στην πιο ενημερωμένη απόφαση.
The task was to decollate the information before presenting it at the meeting. Η εργασία ήταν να αποσυνδέσουν τις πληροφορίες πριν τις παρουσιάσουν στη συνάντηση.
It's crucial to decollate the data to analyze it effectively. Είναι κρίσιμο να αποσυνδέσουμε τα δεδομένα για να τα αναλύσουμε αποτελεσματικά.
Η λέξη "decollate" προέρχεται από την λατινική λέξη "collare", που σημαίνει "να φέρνω ή να συνδέω", με το πρόθεμα "de-" που δηλώνει αφαίρεση ή διαχωρισμό.
Συνώνυμα: - segregate (διαχωρίζω) - separate (ξεχωρίζω) - detach (αποσυνδέω)
Αντώνυμα: - collate (συνδέω) - join (ενώνω) - merge (συγχωνεύω)