Ρήμα / ουσιαστικό
/ˌdiː.kənˈdʒɛs.tənt/
Η λέξη "decongestant" αναφέρεται σε φάρμακα που χρησιμοποιούνται για να μειώσουν την ένταση της συμφόρησης στις ρινικές διόδους ή στους πνεύμονες, συνήθως λόγω αλλεργιών ή κρυολογήματος. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά ή φαρμακευτικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή σε γραπτό και προφορικό λόγο, αφού αναφέρεται τακτικά σε συνομιλίες ή κείμενα που αφορούν την υγεία.
I took a decongestant to relieve my cold symptoms.
(Πήρα ένα αποσυμφορητικό για να ανακουφιστώ από τα συμπτώματα του κρυολογήματος.)
Decongestants are often recommended for allergy relief.
(Τα αποσυμφορητικά συχνά συνιστώνται για την ανακούφιση από τις αλλεργίες.)
The doctor prescribed a decongestant for my sinus infection.
(Ο γιατρός μου συνταγογράφησε ένα αποσυμφορητικό για την ιγμορίτιδα μου.)
Η λέξη "decongestant" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συνδυασμούς σχετικούς με την υγεία και τις θεραπείες:
Stay hydrated while taking a decongestant for better results.
(Μείνετε ενυδατωμένοι ενώ παίρνετε ένα αποσυμφορητικό για καλύτερα αποτελέσματα.)
Consult a pharmacist if you need a stronger decongestant for your symptoms.
(Συμβουλευτείτε ένα φαρμακοποιό αν χρειάζεστε ένα ισχυρότερο αποσυμφορητικό για τα συμπτώματά σας.)
Over-the-counter decongestants can also help with a stuffy nose.
(Τα αποσυμφορητικά χωρίς συνταγή μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην καταρροή.)
Η λέξη "decongestant" προέρχεται από την πρόθεση "de-" (που υποδηλώνει απομάκρυνση) και το "congest" (που σημαίνει "συμφόρηση"). Ουσιαστικά, σημαίνει "απελευθερωτής από τη συμφόρηση".
Συνώνυμα: - Ανακουφιστικό - Αποσυμφορητικό
Αντώνυμα: - Συμφωρητικό - Αγκυλωτικό