Η φράση "decontaminating agent" είναι μια ουσιαστική φράση (noun phrase), που αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο τύπο ουσίας ή προϊόντος.
/ˌdiː.kənˈtæm.ɪ.neɪ.tɪŋ ˈeɪ.dʒənt/
"Decontaminating agent" είναι μια ουσία ή προϊόν που χρησιμοποιείται για την εξάλειψη ή την εξουδετέρωση επιβλαβών μικροοργανισμών, χημικών ή άλλων ρυπαντών από επιφάνειες ή ανθρώπους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιβάλλοντα όπως νοσοκομεία, εργαστήρια και βιομηχανίες που διαχειρίζονται επικίνδυνες ουσίες ή ρύπους.
Η χρήση του είναι συχνή και αφορά κυρίως το γραπτό και τον επιστημονικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο μεταξύ επαγγελματιών του τομέα.
Το εργαστήριο χρησιμοποιεί έναν απολυμαντικό παράγοντα για να διασφαλίσει την ασφάλεια μετά από πειράματα.
In hospitals, a decontaminating agent is essential for preventing infections.
Σε νοσοκομεία, ένας απολυμαντικός παράγοντας είναι απαραίτητος για την πρόληψη λοιμώξεων.
After the chemical spill, workers used a decontaminating agent to clean the area.
Είναι σπάνιο να συναντήσουμε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση "decontaminating agent", όμως μπορεί να συνδυαστεί σε πιο τεχνικά ή επαγγελματικά συμφραζόμενα.
"Η χρήση του κατάλληλου απολυμαντικού παράγοντα μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στην ασφάλεια του εργαστηρίου."
"Workers are trained on how to properly apply a decontaminating agent."
"Οι εργαζόμενοι εκπαιδεύονται για το πώς να εφαρμόσουν σωστά έναν απολυμαντικό παράγοντα."
"The effectiveness of a decontaminating agent depends on the type of contamination."
Η λέξη "decontaminating" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που σημαίνει "αφαίρεση" και "contaminate" που προέρχεται από το λατινικό "contaminare", που σημαίνει "να μολύνω". Ο όρος "agent" προέρχεται επίσης από το λατινικό "agens", που σημαίνει "ο οποίος ενεργεί".
Συνώνυμα: - disinfectant - sanitizer - cleaner
Αντώνυμα: - contaminant - pollutant - tainting substance