deduct - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deduct (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Φωνητική μεταγραφή

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "deduct" αναφέρεται στη διαδικασία αφαίρεσης από ένα σύνολο ή στην εκτίμηση του ποσού που μειώνεται από ένα μεγαλύτερο ποσό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και λογιστικά πλαίσια, όπως για τη μείωση φόρων ή υποχρεώσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτό πλαίσιο, όπως οικονομικές αναφορές και νομικά έγγραφα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.

Παραδείγματα χρήσης

  1. You can deduct these expenses from your taxes.
  2. Μπορείτε να αφαιρέσετε αυτές τις δαπάνες από τους φόρους σας.

  3. If you donate to charity, you can deduct the amount.

  4. Αν δωρίσετε σε φιλανθρωπικό οργανισμό, μπορείτε να υπολογίσετε το ποσό ως αφαιρετό.

  5. The company will deduct your salary if you take leave without pay.

  6. Η εταιρεία θα αφαιρέσει τον μισθό σας αν πάρετε άδεια χωρίς αποδοχές.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "deduct" εμφανίζεται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει μερικές σχετικές χρήσεις που μπορεί να είναι χρήσιμες:

  1. Deduct something from the bill.
  2. Αφαιρώ κάτι από τον λογαριασμό.

  3. To deduct points from a score.

  4. Να αφαιρέσω πόντους από ένα σκορ.

  5. It's best to deduct the tax before calculating the profits.

  6. Είναι καλύτερα να αφαιρέσετε τον φόρο πριν υπολογίσετε τα κέρδη.

Ετυμολογία

Η λέξη "deduct" προέρχεται από το λατινικό "deductus," που είναι το παρελθόν ουσιαστικό του "deducere," που σημαίνει "να οδηγήσετε μακριά" ή "να αφαιρέσετε".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - αφαιρώ (subtract) - εκπίπτω (take off) - μειώνω (reduce)

Αντώνυμα: - προσθέτω (add) - αυξάνω (increase)

Αυτή η ανασκόπηση περιλαμβάνει όσα σχετίζονται με τη λέξη "deduct" και προσφέρει μια συνολική εικόνα για τη χρήση και την κατανόησή της.



25-07-2024