Η λέξη "deduct" αναφέρεται στη διαδικασία αφαίρεσης από ένα σύνολο ή στην εκτίμηση του ποσού που μειώνεται από ένα μεγαλύτερο ποσό. Χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικά και λογιστικά πλαίσια, όπως για τη μείωση φόρων ή υποχρεώσεων. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτό πλαίσιο, όπως οικονομικές αναφορές και νομικά έγγραφα, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο.
Μπορείτε να αφαιρέσετε αυτές τις δαπάνες από τους φόρους σας.
If you donate to charity, you can deduct the amount.
Αν δωρίσετε σε φιλανθρωπικό οργανισμό, μπορείτε να υπολογίσετε το ποσό ως αφαιρετό.
The company will deduct your salary if you take leave without pay.
Η λέξη "deduct" εμφανίζεται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει μερικές σχετικές χρήσεις που μπορεί να είναι χρήσιμες:
Αφαιρώ κάτι από τον λογαριασμό.
To deduct points from a score.
Να αφαιρέσω πόντους από ένα σκορ.
It's best to deduct the tax before calculating the profits.
Η λέξη "deduct" προέρχεται από το λατινικό "deductus," που είναι το παρελθόν ουσιαστικό του "deducere," που σημαίνει "να οδηγήσετε μακριά" ή "να αφαιρέσετε".
Συνώνυμα: - αφαιρώ (subtract) - εκπίπτω (take off) - μειώνω (reduce)
Αντώνυμα: - προσθέτω (add) - αυξάνω (increase)
Αυτή η ανασκόπηση περιλαμβάνει όσα σχετίζονται με τη λέξη "deduct" και προσφέρει μια συνολική εικόνα για τη χρήση και την κατανόησή της.