Η "deductive method" αναφέρεται σε μια λογική διαδικασία που ξεκινά από γενικά αρχές ή θεωρίες και καταλήγει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά και τις επιστήμες, όπου χρησιμοποιείται για να αποδείξει ή να ελέγξει θεωρίες μέσω παραδειγμάτων και γεγονότων. Στη γλώσσα των Αγγλικών, αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά πλαίσια, όπως επιστημονικά άρθρα ή ακαδημαϊκές εργασίες.
Η αποδεικτική μέθοδος επιτρέπει στους ερευνητές να δοκιμάσουν τις θεωρίες τους πιο αυστηρά.
Using the deductive method, he was able to arrive at the conclusion logically.
Χρησιμοποιώντας την αποδεικτική μέθοδο, μπόρεσε να φτάσει συμπερασματικά στην λογική συμπερασματική.
Many scientists prefer the deductive method because it provides clear guidelines for experimentation.
Η έκφραση "deductive method" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "deductive" ή "method" μπορεί να είναι οι εξής:
Η αποδεικτική λογική είναι κρίσιμη στις μαθηματικές αποδείξεις.
Many philosophers employ deductive logic in their arguments.
Πολλοί φιλόσοφοι χρησιμοποιούν αποδεικτική λογική στα επιχειρήματά τους.
Finding solutions requires a methodical approach, particularly a deductive method.
Η εύρεση λύσεων απαιτεί μια μεθοδολογική προσέγγιση, ιδιαίτερα μια αποδεικτική μέθοδο.
In this context, the deductive method enhances our understanding of complex systems.
Η λέξη "deductive" προέρχεται από το λατινικό "deductus," που σημαίνει "να οδηγήσει μακριά" (de- + ducere, "να οδηγήσω"). Η "method" προέρχεται από το ελληνικό "μέθοδος" (methodos), που σημαίνει "οδός προς" ή "διαδικασία."