Ο όρος "deductive proof" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dɪˈdʌk.tɪv pruːf/
Η "deductive proof" αναφέρεται σε μια διαδικασία λογικής απόδειξης όπου οι γενικές αρχές χρησιμοποιούνται για να καταλήξουν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα. Είναι μια θεμελιώδης μέθοδος σε μαθηματικά και λογική. Οι αποδείξεις αυτού του τύπου είναι συχνά χρησιμοποιούμενες στον γραπτό λόγο, όπως επιστημονικές και μαθηματικές εργασίες.
Αυτή η έννοια χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ακαδημαϊκά ή "γραφτά" πλαίσια, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται σε προφορικές συζητήσεις σε σχετικά θέματα.
Ο μαθηματικός παρείχε μια σαφή αποδεικτική απόδειξη για το θεώρημά του.
In philosophy, a deductive proof can solidify an argument.
Στη φιλοσοφία, μια αποδεικτική απόδειξη μπορεί να εδραιώσει ένα επιχείρημα.
Students are often taught to use deductive proof in geometry class.
Η φράση "deductive proof" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με διάφορες έννοιες στην λογική και τη φιλοσοφία. Ορισμένες συνηθισμένες φράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια της αφαίρεσης και της απόδειξης είναι οι εξής:
"Καταλήγω σε ένα συμπέρασμα από μια αποδεικτική απόδειξη."
"The validity of a deductive proof is crucial in mathematics."
"Η εγκυρότητα μιας αποδεικτικής απόδειξης είναι κρίσιμη στα μαθηματικά."
"Using deductive proofs helps clarify complex arguments."
"Η χρήση αποδεικτικών αποδείξεων βοηθά στο να διευκρινιστούν πολύπλοκα επιχειρήματα."
"A strong deductive proof can persuade skeptics."
"Μια ισχυρή αποδεικτική απόδειξη μπορεί να πείσει τους σκεπτικιστές."
"Academics rely on deductive proofs to support their theories."
Η λέξη "deductive" προέρχεται από το λατινικό "deductivus", που σημαίνει "αποκαλύπτοντας". Η λέξη "proof" έχει τις ρίζες της στο λατινικό "probatio", που σημαίνει "απόδειξη ή επιβεβαίωση".
Συνώνυμα: - Logical proof (λογική απόδειξη) - Valid proof (έγκυρη απόδειξη)
Αντώνυμα: - Inductive proof (παραδειγματική απόδειξη) - Conjecture (υπόθεση)