Ρήμα
/dɪˈdʌstɪŋ/
Η λέξη "dedusting" αναφέρεται στη διαδικασία αφαίρεσης σκόνης ή ρύπων από επιφάνειες ή αντικείμενα. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικά ή τεχνικά περιβάλλοντα, όπου η συσσώρευση σκόνης μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία μηχανών ή την ποιότητα προϊόντων. Συχνά χρησιμοποιείται σε γραπτό πλαίσιο είτε σε τεχνικές αναφορές είτε σε οδηγίες ασφαλείας.
Πρόταση 1: The factory performs dedusting regularly to ensure optimal machine performance.
Μετάφραση: Το εργοστάσιο πραγματοποιεί καθαρισμό από σκόνη τακτικά για να διασφαλίσει την βέλτιστη απόδοση των μηχανών.
Πρόταση 2: Dedusting the equipment is essential before any maintenance work.
Μετάφραση: Ο καθαρισμός από σκόνη του εξοπλισμού είναι απαραίτητος πριν από οποιαδήποτε εργασία συντήρησης.
Η λέξη "dedusting" δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την καθαριότητα και τη συντήρηση.
Πρόταση 1: The team is responsible for the dedusting of all electronic components in the lab.
Μετάφραση: Η ομάδα είναι υπεύθυνη για τον καθαρισμό από σκόνη όλων των ηλεκτρονικών εξαρτημάτων στο εργαστήριο.
Πρόταση 2: Regular dedusting helps to prolong the lifespan of machinery.
Μετάφραση: Ο τακτικός καθαρισμός από σκόνη βοηθά στην παράταση της διάρκειας ζωής των μηχανημάτων.
Πρόταση 3: Dedusting should not be overlooked during spring cleaning.
Μετάφραση: Ο καθαρισμός από σκόνη δεν θα πρέπει να παραληφθεί κατά τη διάρκεια του εαρινού καθαρισμού.
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη "dust" (σκόνη) που συνδυάζεται με το πρόθεμα "de-" (αφαίρεση), το οποίο σημαίνει ότι απομακρύνουμε κάτι από μια επιφάνεια.
Συνώνυμα: - Cleaning (καθαρισμός) - Dusting (σκέπασμα σκόνης ή σφουγγάρισμα)
Αντώνυμα: - Dirtying (βρόμισμα) - Polluting (ρυπάνω)