Το "deep break" είναι ένα ουσιαστικό φράση (noun phrase).
/dip breɪk/
Το "deep break" αναφέρεται συνήθως σε μια σημαντική ή ριζική διακοπή σε έναν τομέα, είτε αυτός είναι προσωπικός, επαγγελματικός ή φυσικός. Στον προφορικό και γραπτό λόγο, η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου υπάρχει μια μεγάλη και σημαντική αλλαγή ή διακοπή, συνήθως με αναφορές σε συναισθηματική ή ψυχολογική διάσταση.
Η χρήση της φράσης σε καθημερινή γλώσσα εξαρτάται από το πλαίσιο, κυρίως συνδέεται με τις ανθρώπινες σχέσεις ή την επαγγελματική ζωή, και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
He took a deep break from his work to focus on his mental health.
(Έκανε ένα βαθύ διάλειμμα από τη δουλειά του για να επικεντρωθεί στην ψυχική του υγεία.)
After the deep break in their friendship, they found it hard to reconnect.
(Μετά την βαθιά διάσπαση της φιλίας τους, βρήκαν δύσκολο να ξανασυνδεθούν.)
Η φράση "deep break" δεν είναι συχνά μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τις λέξεις "deep" ή "break", μπορούν να αναφερθούν:
Take a deep break when you feel overwhelmed.
(Κάνε ένα βαθύ διάλειμμα όταν νιώθεις καταβεβλημένος.)
A deep break in communication can harm relationships.
(Μια βαθιά διακοπή στην επικοινωνία μπορεί να βλάψει τις σχέσεις.)
Sometimes, you need a deep break to see things clearly.
(Πό veces θα χρειαστείς ένα βαθύ διάλειμμα για να δεις τα πράγματα καθαρά.)
Η λέξη "deep" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "deop," η οποία σημαίνει βάθος, ενώ η λέξη "break" προέρχεται από την ολλανδική "breken," που σημαίνει να σπάσει ή να διακοπεί. Συνδυασμένα, σχηματίζουν την έννοια ενός ενδεχόμενου σπάσιμου ή διακοπής που είναι έντονη ή σημαντική.
Συνώνυμα: - profound interruption - serious break - significant pause
Αντώνυμα: - shallow continuity - minimal interruption - light connection