Deep fat είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως επίθετο (adjective) όταν αναφέρεται σε τρόπους μαγειρέματος, όπως "deep fat frying".
/diːp fæt/
Deep fat αναφέρεται στη μέθοδο μαγειρέματος που περιλαμβάνει την χρήση μεγάλης ποσότητας ελαίου ή λίπους για τηγάνισμα. Χρησιμοποιείται σε γεύματα όπως τηγανητές πατάτες, κοτόπουλο και άλλα είδη τροφών.
Η χρήση του στην Αγγλική γλώσσα είναι συχνή, κυρίως σε γαστρονομικά και μαγειρικά περιβάλλοντα. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο αλλά μπορεί να ακούγεται και στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται μέθοδοι μαγειρέματος.
The restaurant specializes in deep fat fried foods.
Το εστιατόριο είναι ειδικό σε βαθιά τηγανητές τροφές.
He often prepares deep fat fried chicken for dinner.
Συχνά ετοιμάζει βαθιά τηγανητό κοτόπουλο για δείπνο.
Deep fat δεν είναι τόσο διαδεδομένο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ακολουθούν μερικές σχετικές φράσεις:
To deep fat fry means to cook something in a deep fryer.
Η διαδικασία του να τηγανίζεις σε βαθύ λάδι σημαίνει να μαγειρεύεις κάτι σε τηγάνι βαθιάς τηγανιτής.
Everything tastes better when it’s deep fat fried.
Τα πάντα έχουν καλύτερη γεύση όταν είναι τηγανητά σε βαθύ λάδι.
She loves to get deep fat fried snacks at the fair.
Αγαπά να αγοράζει βαθιά τηγανητά σνακ στη γιορτή.
There’s nothing like a deep fat fried doughnut for breakfast.
Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από ένα βαθιά τηγανητό ντόνατ για πρωινό.
Η φράση "deep fat" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "deep" (βαθύς) και "fat" (λίπος/λάδι). Η χρήση της σε μαγειρικά πλαίσια συνδέεται με παραδοσιακές μεθόδους μαγειρέματος όπου τα τρόφιμα τηγανίζονται σε μεγάλα σκεύη γεμάτα λάδι.
Συνώνυμα: - Deep frying - Deep frying method
Αντώνυμα: - Shallow frying (ρηχές τηγάνι) - Steaming (μαγείρεμα στον ατμό)