Η φράση "deep in debt" λειτουργεί ως φραστικό επιρρηματικό κλιτήριο (adverbial phrase).
/diːp ɪn dɛt/
Η φράση "deep in debt" σημαίνει ότι κάποιος έχει σημαντικό ή σοβαρό επίπεδο χρέους, συχνά σε σημείο που είναι δύσκολο να το εξοφλήσει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο που σχετίζεται με οικονομικά ζητήματα ή χρηματοπιστωτική κατάσταση.
Η φράση είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των οικονομικών και της χρηματοδότησης και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο σε διαλέξεις όσο και σε άρθρα.
Αυτός είναι βαθιά χρεωμένος μετά την απώλεια της δουλειάς του.
Many families are deep in debt due to rising living costs.
Πολλές οικογένειες είναι βαθιά χρεωμένες λόγω των αυξανόμενων εξόδων διαβίωσης.
She realized she was deep in debt before it was too late.
Η φράση "deep in debt" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με οικονομικά ζητήματα:
Βρέθηκε σε μεγάλο χρέος μετά την αποτυχία της επιχείρησης.
"Being deep in debt can cause a lot of stress."
Το να είσαι βαθιά χρεωμένος μπορεί να προκαλέσει πολύ άγχος.
"They got deep in debt because of their extravagant lifestyle."
Βρέθηκαν βαθιά χρεωμένοι εξαιτίας του πολυτελούς τρόπου ζωής τους.
"Getting out of being deep in debt requires careful planning."
Για να βγεις από την κατάσταση του να είσαι βαθιά χρεωμένος απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό.
"Many individuals find it hard to manage their finances when they are deep in debt."
Η λέξη "debt" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "dette", η οποία με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική "debita", που σημαίνει "χρεωμένα". Η λέξη "deep" έχει αγγλικές ρίζες και σημαίνει "βαθιά" ή "σε μεγάλο βάθος".