deep pocket - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

deep pocket (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "deep pocket" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/dip 'pɑkɪt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η φράση "deep pocket" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει μεγάλη οικονομική δυνατότητα ή πόρους. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή οργανισμούς που έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν ή να ξεπεράσουν οικονομικά τους άλλους σε νομικές ή επιχειρηματικές υποθέσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στις δικαστικές διαδικασίες όπου οι "βαθιές τσέπες" επηρεάζουν την έκβαση μιας υπόθεσης.

Η χρήση της φράσης είναι συχνή στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, κυρίως στον επιχειρηματικό και νομικό τομέα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. He won the lawsuit because he had deep pockets to cover all legal expenses.
  2. Κέρδισε τη δίκη γιατί είχε βαθιές τσέπες για να καλύψει όλα τα νομικά έξοδα.

  3. Investors are more likely to back companies with deep pockets.

  4. Οι επενδυτές είναι πιο πιθανό να στηρίξουν εταιρείες με βαθιές τσέπες.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η φράση "deep pocket" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:

  1. "They are in a legal battle with a company that has deep pockets."
  2. Είναι σε νομική μάχη με μια εταιρεία που έχει βαθιές τσέπες.

  3. "Having deep pockets can make a significant difference in negotiations."

  4. Έχοντας βαθιές τσέπες μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στις διαπραγματεύσεις.

  5. "Nonprofits often seek donations from individuals with deep pockets."

  6. Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί συχνά αναζητούν δωρεές από άτομα με βαθιές τσέπες.

  7. "The campaign is funded by a few deep-pocketed donors."

  8. Η καμπάνια χρηματοδοτείται από μερικούς δωρητές με βαθιές τσέπες.

  9. "In the world of startups, having a backer with deep pockets can be crucial."

  10. Στον κόσμο των startups, η ύπαρξη ενός υποστηρικτή με βαθιές τσέπες μπορεί να είναι κρίσιμη.

  11. "Litigating against someone with deep pockets could be daunting."

  12. Η δίκη εναντίον κάποιου με βαθιές τσέπες θα μπορούσε να είναι αποθαρρυντική.

Ετυμολογία

Η φράση "deep pockets" προέρχεται από την ιδέα ότι οι "βαθιές τσέπες" (σαν φυσικοί χώροι) μπορούν να κρατούν περισσότερα χρήματα, υπονοώντας ότι κάποιος μπορεί να έχει μεγαλύτερη χρηματοοικονομική υποστήριξη. Χρησιμοποιείται κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Financially strong - Well-funded

Αντώνυμα: - Shallow pockets (χαμηλή οικονομική δυνατότητα) - Financially weak (οικονομικά αδύναμος)



25-07-2024