Το "deep pocket" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/dip 'pɑkɪt/
Η φράση "deep pocket" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει μεγάλη οικονομική δυνατότητα ή πόρους. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα ή οργανισμούς που έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν ή να ξεπεράσουν οικονομικά τους άλλους σε νομικές ή επιχειρηματικές υποθέσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στις δικαστικές διαδικασίες όπου οι "βαθιές τσέπες" επηρεάζουν την έκβαση μιας υπόθεσης.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή στον γραπτό και τον προφορικό λόγο, κυρίως στον επιχειρηματικό και νομικό τομέα.
Κέρδισε τη δίκη γιατί είχε βαθιές τσέπες για να καλύψει όλα τα νομικά έξοδα.
Investors are more likely to back companies with deep pockets.
Η φράση "deep pocket" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Είναι σε νομική μάχη με μια εταιρεία που έχει βαθιές τσέπες.
"Having deep pockets can make a significant difference in negotiations."
Έχοντας βαθιές τσέπες μπορεί να κάνει σημαντική διαφορά στις διαπραγματεύσεις.
"Nonprofits often seek donations from individuals with deep pockets."
Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί συχνά αναζητούν δωρεές από άτομα με βαθιές τσέπες.
"The campaign is funded by a few deep-pocketed donors."
Η καμπάνια χρηματοδοτείται από μερικούς δωρητές με βαθιές τσέπες.
"In the world of startups, having a backer with deep pockets can be crucial."
Στον κόσμο των startups, η ύπαρξη ενός υποστηρικτή με βαθιές τσέπες μπορεί να είναι κρίσιμη.
"Litigating against someone with deep pockets could be daunting."
Η φράση "deep pockets" προέρχεται από την ιδέα ότι οι "βαθιές τσέπες" (σαν φυσικοί χώροι) μπορούν να κρατούν περισσότερα χρήματα, υπονοώντας ότι κάποιος μπορεί να έχει μεγαλύτερη χρηματοοικονομική υποστήριξη. Χρησιμοποιείται κυρίως από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Συνώνυμα: - Financially strong - Well-funded
Αντώνυμα: - Shallow pockets (χαμηλή οικονομική δυνατότητα) - Financially weak (οικονομικά αδύναμος)