Η φράση "deep wrinkles" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dip ˈrɪŋkəlz/
Η φράση "deep wrinkles" αναφέρεται σε ρυτίδες που είναι έντονες και σαφώς καθορισμένες στο δέρμα, συνήθως λόγω γήρανσης ή έκθεσης σε ήλιο. Χρησιμοποιείται συχνά σε τομείς όπως η κοσμετολογία, η ιατρική και η μόδα, και συνήθως εμφανίζεται πιο συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο που αναφέρεται στη φροντίδα του δέρματος ή στην αισθητική.
She tried various creams to reduce her deep wrinkles.
(Αυτή δοκίμασε διάφορες κρέμες για να μειώσει τις βαθιές ρυτίδες της.)
The sun exposure over the years caused her to develop deep wrinkles.
(Η έκθεση στον ήλιο όλα αυτά τα χρόνια την έκανε να αναπτύξει βαθιές ρυτίδες.)
Η φράση "deep wrinkles" δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα περιβάλλοντα φροντίδας του εαυτού ή αισθητικής.
With age comes deep wrinkles, but also wisdom.
(Με την ηλικία έρχονται βαθιές ρυτίδες, αλλά και σοφία.)
She embraces her deep wrinkles as a sign of her life experiences.
(Αυτή αγκαλιάζει τις βαθιές ρυτίδες της ως σημάδι των εμπειριών της ζωής της.)
Many women seek solutions to diminish deep wrinkles before special occasions.
(Πολλές γυναίκες αναζητούν λύσεις για να μειώσουν τις βαθιές ρυτίδες πριν από ειδικές περιστάσεις.)
Η λέξη "deep" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, προερχόμενη από την παλαιά αγγλική λέξη "deop", που σημαίνει "βαθύ". Η λέξη "wrinkle" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "wincle" που σχετίζεται με την έννοια της πτυχής ή του τσακίματος.
Συνώνυμα:
- pronounced wrinkles (έντονες ρυτίδες)
- fine lines (λεπτές γραμμές)
Αντώνυμα:
- smooth skin (ομαλό δέρμα)
- youthful complexion (νεανική επιδερμίδα)