Επίθετο
/dipˈbraʊd/
Η λέξη "deep-browed" αναφέρεται συνήθως σε ανθρώπους που έχουν φρύδια που είναι βυθισμένα ή προεξέχουν έντονα, συχνά προσδίδοντας μια αίσθηση σοβαρότητας ή βάθους στην έκφραση του προσώπου τους. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό και γραπτό λόγο, αν και η χρήση της είναι λιγότερο συχνή.
He is a deep-browed thinker who often ponders life's mysteries.
(Είναι ένας βαθειά φρυδιασμένος στοχαστής που συχνά σκέφτεται τα μυστήρια της ζωής.)
The portrait featured a deep-browed figure, signifying wisdom and introspection.
(Το πορτρέτο παρουσίαζε μια βαθειά φρυδιασμένη μορφή, που σηματοδοτούσε σοφία και ενδοσκόπηση.)
Η λέξη "deep-browed" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιγραφές ανθρώπων σε λογοτεχνικά ή ποιητικά κείμενα για να προσδώσει χαρακτήρα. Ακολουθούν μερικές παραδειγματικές χρήσεις:
The deep-browed sage sat in silence, contemplating the universe.
(Ο βαθειά φρυδιασμένος σοφός καθόταν σιωπηλός, σκεφτόμενος το σύμπαν.)
With her deep-browed expression, she seemed to hold the secrets of the world.
(Με την βαθειά φρυδιασμένη έκφρασή της, φαινόταν να κρατά τα μυστικά του κόσμου.)
In literature, deep-browed characters often symbolize depth of thought.
(Στη λογοτεχνία, οι βαθειά φρυδιασμένοι χαρακτήρες συχνά συμβολίζουν βάθος σκέψης.)
Η λέξη "deep-browed" προέρχεται από την αγγλική λέξη "deep" που σημαίνει "βαθύτερος" και "brow", που αναφέρεται στο μέτωπο (ή φρύδι). Μαζί σχηματίζουν έναν όρο που περιγράφει ένα μέτωπο ή φρύδια που είναι ιδιαίτερα έντονα ή προεξέχουν.
Συνώνυμα: - furrowed (ρυτιδωμένος) - low-browed (χαμηλοί φρύδια)
Αντώνυμα: - smooth-browed (λευκός ή ομαλός μέτωπος) - shallow-browed (ρηχός φρύδι)