Επίθετο
/diːp braʊn/
Το "deep-brown" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα χρώμα που είναι πολύ σκούρο ή έντονο καφέ. Συχνά αναφέρεται σε υφάσματα, υλικά ή φυσικά φαινόμενα. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά σε περιγραφές και δεν είναι περιορισμένη μόνο σε γραπτά κείμενα ή μόνο σε προφορικό λόγο. Ουσιαστικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στις δύο περιπτώσεις αλλά είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο (όπως σε διαφημίσεις ή περιγραφές προϊόντων).
The walls of the living room were painted a deep-brown color.
Οι τοίχοι του σαλόνιου ήταν βαμμένοι σε σκούρο καφέ χρώμα.
He wore a deep-brown jacket that complemented his outfit.
Φορούσε ένα σκούρο καφέ μπουφάν που συμπλήρωνε την εμφάνισή του.
The wooden furniture had a beautiful deep-brown finish.
Τα ξύλινα έπιπλα είχαν μια όμορφη σκούρα καφέ φινίρισμα.
Το "deep-brown" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει εκφράσεις που συνδέονται με το χρώμα ή την αισθητική.
A deep-brown earth tone can add warmth to any space.
Μια σκούρα καφέ γήινη απόχρωση μπορεί να προσθέσει ζεστασιά σε οποιονδήποτε χώρο.
Deep-brown eyes often convey a sense of depth and mystery.
Σκούρα καφέ μάτια συχνά αποπνέουν μια αίσθηση βάθους και μυσ mistery.
A deep-brown leather handbag can be both stylish and versatile.
Μια σκούρα καφέ δερμάτινη τσάντα μπορεί να είναι και κομψή και ευέλικτη.
Η λέξη "deep" προέρχεται από την παλαιά Αγγλική "deop" που σημαίνει "βαθύς" και η λέξη "brown" έχει ρίζες στη μέση Αγγλική "broun," που επίσης έχει σκανδιναβική και γερμανική επιρροή. Η σύνθεση των δύο λέξεων δημιουργεί μια περιγραφή για έναν συγκεκριμένο τόνο καφέ.
Συνώνυμα: - Dark brown - Rich brown - Chocolate brown
Αντώνυμα: - Light brown - Pale brown - Sandy brown