Ο όρος "deer farming" αποτελείται από δύο ουσιαστικά, "deer" (ελάφι) και "farming" (κτηνοτροφία).
/dɪr fɑrmɪŋ/
Ο όρος "deer farming" αναφέρεται στην πρακτική εκτροφής ελαφιών για διάφορους σκοπούς, όπως η παραγωγή κρέατος (venison), το κυνήγι και η εμπορία των προϊόντων τους (όπως το δέρμα και τα κέρατα). Είναι μια δραστηριότητα που σχετίζεται με τη γεωργία και τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η χρήση του είναι συμπαγής, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη γεωργία, τη βιωσιμότητα και τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Ωστόσο, δεν είναι τόσο συχνή στην καθημερινή συνομιλία.
Η κτηνοτροφία ελαφιών έχει γίνει ολοένα και πιο δημοφιλής τα τελευταία χρόνια.
Many farmers are exploring deer farming as a profitable venture.
Πολλοί αγρότες εξερευνούν την κτηνοτροφία ελαφιών ως μια κερδοφόρα επιχείρηση.
The regulations for deer farming vary from one region to another.
Η φράση "deer farming" δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την αγγλική γλώσσα μέσω ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδεθεί με συγκεκριμένες φράσεις.
Εκείνος επιχειρεί την κτηνοτροφία ελαφιών και αναμένει καλή απόδοση.
Deer farming requires specific knowledge about animal husbandry.
Η κτηνοτροφία ελαφιών απαιτεί συγκεκριμένες γνώσεις σχετικά με την κτηνοτροφία.
Sustainable deer farming can contribute to local biodiversity.
Η λέξη "deer" προέρχεται από την παλαιά γερμανική λέξη "der", που σημαίνει "ζώο". Ο όρος "farming" προέρχεται από το αρχαίο γερμανικό "farma", που σημαίνει "να εργαστείς τη γη".
Αυτή η λεπτομερής ανάλυση του "deer farming" προσφέρει μια εκτενή κατανόηση της έννοιας και της χρήσης του όρου στην αγγλική γλώσσα.