"Defect attack" είναι ένα όρος που χρησιμοποιείται κυρίως στην τεχνολογία και την ασφάλεια πληροφορικών συστημάτων. Περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό ("defect") και ένα ρήμα ("attack").
/ˈdɪfɛkt əˈtæk/
Ο όρος "defect attack" αναφέρεται σε μια στρατηγική επίθεσης όπου ο επιτιθέμενος εκμεταλλεύεται ελαττώματα ή αδυναμίες (defects) σε ένα σύστημα, λογισμικό ή διαδικασία, για να προκαλέσει ζημιά ή να αποκτήσει πρόσβαση στα στοιχεία του συστήματος. Αυτού του είδους οι επιθέσεις είναι συχνές σε κακόβουλες προσεγγίσεις που στοχεύουν σε λογισμικό, συστήματα δικτύων ή εφαρμογές.
Ο όρος "defect attack" δεν είναι πολύ κοινός στην καθημερινή συνομιλία, χρησιμοποιείται περισσότερο σε τεχνικά κείμενα σχετιζόμενα με την ασφάλεια λογισμικού και των πληροφοριακών συστημάτων.
"Η ομάδα κυβερνοασφάλειας ανακάλυψε μια ελάττωμα επίθεση που παραβίασε αρκετά συστήματα της εταιρείας."
"Developers need to be aware of defect attack vectors during the software development process."
"Οι προγραμματιστές πρέπει να είναι ενήμεροι για τις διαδρομές ελάττωμα επίθεσης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάπτυξης λογισμικού."
"Implementing regular security audits can help prevent defect attacks."
Ο όρος "defect attack" δεν έχει ευρέως διαδεδομένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες φράσεις και τεχνικές. Ωστόσο, εδώ είναι μερικές προτάσεις που σχετίζονται με την έννοια:
"Πρέπει να επιδιορθώσουμε το λογισμικό για να αποφύγουμε πιθανή ελάττωμα επίθεση."
"A successful defect attack can lead to significant data loss."
"Μια επιτυχής ελάττωμα επίθεση μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια δεδομένων."
"Detecting a defect attack early is crucial for system integrity."
"Η έγκαιρη ανίχνευση μιας ελάττωμα επίθεσης είναι κρίσιμη για την ακεραιότητα του συστήματος."
"Mitigating risks associated with defect attacks requires continuous monitoring."
Η λέξη "defect" προέρχεται από το λατινικό "defectus", που σημαίνει "έλλειψη" ή "ελάττωμα". Η λέξη "attack" προέρχεται από το λατινικό "attacare", που σημαίνει "να αγγίξει" ή "να επιτεθεί".
Συνώνυμα: - ελάττωμα: flaw, shortcoming, weakness - επίθεση: assault, strike, offensive
Αντώνυμα: - ελάττωμα: perfection, strength - επίθεση: defense, protection