Ο συνδυασμός "defect detector" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /ˈdɪfɛkt dɪˈtɛktər/
Ο όρος "defect detector" αναφέρεται σε μια συσκευή ή ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση, αναγνώριση ή το προσδιορισμό ελαττωμάτων σε διάφορα προϊόντα ή υλικά. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικό και τεχνικό πλαίσιο, όπως στη διαδικασία ποιοτικού ελέγχου και επιθεώρησης προϊόντων.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με βιομηχανία, παραγωγή και τεχνολογία.
Ο ανιχνευτής ελαττωμάτων εντόπισε αρκετές ατέλειες στη διαδικασία κατασκευής.
We need to invest in a better defect detector to enhance our quality control.
Πρέπει να επενδύσουμε σε έναν καλύτερο ανιχνευτή ελαττωμάτων για να βελτιώσουμε τον ποιοτικό μας έλεγχο.
The defect detector plays a crucial role in ensuring product reliability.
Ο όρος "defect detector" δεν είναι συνηθισμένος σε πολλούς ιδιωματικούς εκφραστικούς τύπους, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εκφράσεις που αφορούν την ποιότητα και την ελαττωματικότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Ένας καλός ανιχνευτής ελαττωμάτων αξίζει όσο το χρυσάφι του.
The lack of a reliable defect detector can lead to costly mistakes.
Η έλλειψη ενός αξιόπιστου ανιχνευτή ελαττωμάτων μπορεί να οδηγήσει σε δαπανηρά λάθη.
Having a defect detector on the production line is essential for maintaining standards.
Η λέξη "defect" προέρχεται από το λατινικό "defectus" που σημαίνει "διάλειμμα" ή "ελάττωμα", ενώ "detector" προέρχεται από τη λατινική λέξη "detegere," που σημαίνει "αποκαλύπτω" ή "ανιχνεύω". Έτσι, "defect detector" είναι ο ανιχνευτής που αποκαλύπτει ή εντοπίζει ελαττώματα.
Συνώνυμα: - flaw detector - blemish detector - quality control device
Αντώνυμα: - perfection estimator - quality enhancer - fault preventer