Ο συνδυασμός λέξεων "defect-free item" λειτουργεί ως ονοματική φράση.
/ˈdɪfɛkt fri ˈaɪtəm/
Η φράση "defect-free item" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο το οποίο δεν έχει ελαττώματα ή ατέλειες. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα που απαιτούν υψηλή ποιότητα και προδιαγραφές, όπως η βιομηχανία και η παραγωγή προϊόντων. Η χρήση της φράσης είναι κοινή, κυρίως σε τεχνικό ή εμπορικό γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί επίσης και σε προφορικές συζητήσεις που αφορούν την ποιότητα των προϊόντων.
Ο κατασκευαστής εγγυάται ότι κάθε αντικείμενο χωρίς ελαττώματα πληροί τα πρότυπα ποιότητας τους.
We need to inspect each defect-free item before shipping.
Πρέπει να ελέγξουμε κάθε αντικείμενο χωρίς ελαττώματα πριν την αποστολή.
A defect-free item ensures customer satisfaction.
Η φράση "defect-free" ενδέχεται να παρουσιαστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την ποιότητα:
"Στοχεύουμε σε παραγωγή χωρίς ελαττώματα για να ενισχύσουμε τη φήμη μας."
“Achieving a defect-free environment is crucial for our operations.”
"Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος χωρίς ελαττώματα είναι κρίσιμη για τις λειτουργίες μας."
“Quality assurance programs help us maintain a defect-free inventory.”
"Τα προγράμματα διασφάλισης ποιότητας μας βοηθούν να διατηρούμε ένα απόθεμα χωρίς ελαττώματα."
“A defect-free item is essential for safety in the automotive industry.”
"Ένα αντικείμενο χωρίς ελαττώματα είναι απαραίτητο για την ασφάλεια στη βιομηχανία αυτοκινήτων."
“Regular checks ensure that every defect-free item reaches our customers.”
Η λέξη "defect" προέρχεται από το λατινικό "defectus", που σημαίνει "έλλειψη" ή "ατέλεια". Η λέξη "item" προέρχεται από το λατινικό "item", το οποίο σημαίνει "το ίδιο" ή "όμοιο". Αυτές οι λέξεις συνδυάζονται για να δημιουργήσουν την έννοια "αντικείμενο χωρίς ατέλειες".