"Defective utterance" είναι ένα ουσιαστικό φράση.
/dɪˈfɛktɪv ˈʌtərəns/
Η φράση "defective utterance" αναφέρεται σε μία δήλωση ή έκφραση που περιέχει σφάλματα ή που δεν είναι πλήρης/καλά διατυπωμένη. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλωσσολογία για να περιγράψει γλωσσικές παραγωγές που δεν τηρούν τους κανόνες της γραμματικής ή της σημασιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, οι ελαττωματικές εκφράσεις μπορεί να περιέχουν ορθογραφικά ή γραμματικά λάθη, ασαφή ή ακατανόητα νοήματα.
Η φράση "defective utterance" χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε ακαδημαϊκά ή γλωσσικά κείμενα.
Ο μαθητής παρουσίασε μια ελαττωματική έκφραση κατά τη διάρκεια της προφορικής εξέτασης.
Research shows that defective utterances can hinder effective communication.
Οι έρευνες δείχνουν ότι οι ελλειμματικές δηλώσεις μπορεί να εμποδίζουν την αποτελεσματική επικοινωνία.
Linguists analyze defective utterances to learn more about language acquisition.
Η φράση "defective utterance" χρησιμοποιείται σχετικά σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρόλα αυτά, η έννοια της ελλειμματικής ή λανθασμένης επικοινωνίας μπορεί να επαναλαμβάνεται σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις. Ορισμένα παραδείγματα είναι:
"Ο λόγος του ήταν γεμάτος ελαττωματικές εκφράσεις, καθιστώντας τον δύσκολο στην παρακολούθηση."
"When communicating complex ideas, avoiding a defective utterance is crucial."
"Όταν επικοινωνείτε πολύπλοκες ιδέες, είναι κρίσιμο να αποφεύγετε μια ελαττωματική δήλωση."
"In legal contexts, a defective utterance can lead to misunderstandings."
Η λέξη "defective" προέρχεται από τη λατινική λέξη "defectivus", που σημαίνει "ατελής" ή "ελλιπής", και η λέξη "utterance" προέρχεται από τη λέξη "utter", που σημαίνει "να εκφράσω" ή "να πω", με το "ance" να υποδηλώνει τη δράση ή την κατάσταση.
Συνώνυμα: - Erroneous expression (λανθασμένη έκφραση) - Flawed declaration (ελαττωματική δήλωση)
Αντώνυμα: - Accurate utterance (ακριβής έκφραση) - Correct statement (σωστή δήλωση)