Το "deficiency cost" είναι μια φράση που μπορεί να αναγνωριστεί ως ουσιαστικό.
/ dɪˈfɪʃənsi kɔst /
Ο όρος "deficiency cost" αναφέρεται στο κόστος που προκύπτει από την ανεπάρκεια ή την έλλειψη συγκεκριμένων πόρων, υπηρεσιών ή παραγόντων που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Στη γλώσσα των επιχειρήσεων, μπορεί να σχετίζεται με την απώλεια παραγωγής που προκαλείται από ελλείψεις στο εργατικό δυναμικό, στις πρώτες ύλες ή στους πόρους.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά και επιχειρηματικά συμφραζόμενα, συνήθως σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορών ή αναλύσεων κόστους. Είναι λιγότερο κοινός στον προφορικό λόγο.
Το κόστος ανεπάρκειας λόγω της απουσίας προμηθευμένων υλικών οδήγησε σε σημαντική καθυστέρηση της προθεσμίας του έργου.
Companies must calculate deficiency costs to understand the real impact of resource shortages.
Ο όρος "deficiency cost" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εισαχθεί σε διάφορες επιχειρηματικές φράσεις.
Η αντιμετώπιση των κοστών ανεπάρκειας είναι κρίσιμη για τη διατήρηση των περιθωρίων κέρδους κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων.
The analysis of deficiency costs provides valuable insights into operational inefficiencies.
Η ανάλυση των κοστών ανεπάρκειας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις λειτουργικές ανεπάρκειες.
Reducing deficiency costs can lead to a more efficient production process.
Ο όρος "deficiency" προέρχεται από τη λατινική λέξη "deficientia", που σημαίνει "έλλειψη", και "cost" προέρχεται από τη λατινική λέξη "constare", που σημαίνει "να κοστίζει".
Συνώνυμα: - Cost of inadequacy - Shortfall cost
Αντώνυμα: - Efficiency cost - Surplus cost