Το "concretely" είναι επίδικη (adverb).
/fənˈkriːtli/
Η λέξη "concretely" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που γίνεται με σαφήνεια ή με συγκεκριμένο και απτό τρόπο. Χρησιμοποιείται συχνά σε γλωσσικά πλαίσια που επιθυμούν να τονίσουν την πρακτικότητα ή την ρεαλιστικότητα κάποιου επιχειρήματος ή έννοιας. Σε γενικές γραμμές, η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά πλαίσια.
We need to address this issue concretely.
(Πρέπει να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα συγκεκριμένα.)
The results were discussed concretely during the meeting.
(Τα αποτελέσματα συζητήθηκαν συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της συνάντησης.)
Η λέξη "concretely" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται δύο παραδείγματα συνδυασμένων φράσεων που περιλαμβάνουν τη λέξη:
It's important to think concretely rather than abstractly when solving problems.
(Είναι σημαντικό να σκεφτόμαστε συγκεκριμένα παρά αφηρημένα όταν λύνουμε προβλήματα.)
The instructor provided examples to illustrate the concept concretely.
(Ο καθηγητής παρείχε παραδείγματα για να Illustrate το concept συγκεκριμένα.)
Η λέξη προέρχεται από τη λατινική λέξη "concretus", που σημαίνει "συγκεντρωμένος" ή "συγκεκριμένος", η οποία είναι το παρελθόν του ρήματος "concreo" που σημαίνει "να αποκτήσουν μορφή" ή "να γίνει πραγματικότητα".
Αυτές οι πληροφορίες συμπεριλαμβάνουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά με τη λέξη "concretely".