Definitude (ουσιαστικό)
/ˌdɛfɪˈnɪtjuːd/
Η λέξη "definitude" αναφέρεται στη φύση του να είναι κάτι σαφές ή καθορισμένο. Χρησιμοποιείται συνήθως σε φιλοσοφικά και γλωσσικά συμφραζόμενα, και σημαίνει ότι κάτι έχει μια συγκεκριμένη και αναγνωρίσιμη σημασία ή μορφή. Η χρήση της λέξης είναι πιο συνηθισμένη στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο και έχει αρκετά περιορισμένη συχνότητα χρήσης.
The definitude of the terms used in the agreement is crucial for legal clarity.
(Η καθοριστικότητα των όρων που χρησιμοποιούνται στη συμφωνία είναι κρίσιμη για νομική σαφήνεια.)
In philosophy, the quest for definitude can lead to complex debates about meaning.
(Στη φιλοσοφία, η αναζήτηση για καθοριστικότητα μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκες συζητήσεις για την έννοια.)
The definitude of the concept helps in understanding its implications better.
(Η σαφήνεια του εννοιολογικού πλαισίου βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των επιπτώσεών του.)
Δεν υπάρχουν ευρέως γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις που να περιέχουν τη λέξη "definitude". Ωστόσο, η έννοια μπορεί να συνδεθεί με τις ιδέες της σαφήνειας και του καθορισμού σε διάφορες φράσεις.
"The definitude of clarity is essential in communication."
(Η σαφήνεια της καθοριστικότητας είναι απαραίτητη στην επικοινωνία.)
"When discussing complex topics, the definitude of language can prevent misunderstandings."
(Όταν συζητάμε περίπλοκα θέματα, η καθοριστικότητα της γλώσσας μπορεί να αποτρέψει παρεξηγήσεις.)
"Achieving definity in definitions leads to better comprehension."
(Η επίτευξη καθοριστικότητας στις ορισμούς οδηγεί σε καλύτερη κατανόηση.)
Η λέξη "definitude" προέρχεται από το λατινικό "definitus", που σημαίνει "καθορισμένος". Οι ρίζες της σχετίζονται με την έννοια του να περιορίζουμε ή να προσδιορίζουμε κάτι με σαφήνεια.
Συνώνυμα: - σαφήνεια - καθοριστικότητα - ευκρίνεια
Αντώνυμα: - αοριστία - ασάφεια - αβεβαιότητα