Ουσιαστικό
/dɪˈflæɡ.reɪ.tər/
Ο όρος "deflagrator" αναφέρεται σε μια συσκευή ή μηχανισμό που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ή εξουδετέρωση μίας έκρηξης ή καύσης, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου η ασφαλής χειρισμός εκρηκτικών είναι κρίσιμος. Το χρησιμοποιούμε συχνά σε συνομιλίες γύρω από την πυρολογία και ασφαλή τρόπο χειρισμού επικίνδυνων υλικών. Η χρήση του "deflagrator" είναι κυρίως γραπτή και συναντάται σε κείμενα που σχετίζονται με τη βιομηχανία ή την επιστήμη.
Ο απαγωγέας χρησιμοποιήθηκε για να εξουδετερώσει με ασφάλεια τα εκρηκτικά υλικά.
In the event of a fire, the deflagrator system ensures that flames are controlled.
Ο όρος "deflagrator" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Εντούτοις, ορισμένες προτάσεις περιλαμβάνουν τον όρο σε συγκεκριμένο τεχνικό ή βιομηχανικό περιβάλλον:
Ο απαγωγέας λειτουργεί αποδοτικά υπό υψηλή πίεση.
"Using a deflagrator is crucial for risky demolition projects."
Η χρήση ενός απαγωγέα είναι ουσιαστική για επικίνδυνα έργα κατεδάφισης.
"They calibrated the deflagrator to handle various explosives."
Ο όρος "deflagrator" προέρχεται από τη λέξη "deflagration," που σημαίνει μια ταχεία καύση ή έκρηξη μεplexal που δεν είναι υπερηχητική. Σημαίνει "απομακρύνω την καύση ή την έκρηξη."
Συνώνυμα: - Blast suppressor - Explosion mitigator
Αντώνυμα: - Igniter - Combustor
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ξεκάθαρη εικόνα σχετικά με την λέξη "deflagrator," τη χρήση της και τη σημασία της στον συγκεκριμένο τομέα.