"Deflationary policy" είναι φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό και αφορά πολιτικές που προϋποθέτουν τη μείωση των τιμών και της νομισματικής προσφοράς στην οικονομία.
/dɪˌfleɪʃəˈnɛri ˈpɒlɪsi/
Η "deflationary policy" αναφέρεται σε στρατηγικές που εφαρμόζονται από κυβερνήσεις ή κεντρικές τράπεζες με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού και τη συγκράτηση της αύξησης των τιμών. Αυτή η πολιτική συνήθως περιλαμβάνει τη μείωση της νομισματικής προσφοράς ή την αύξηση επιτοκίων για να περιοριστεί η πιστωτική στήριξη και η κατανάλωση.
Η "deflationary policy" χρησιμοποιείται κύρια στο γραπτό πλαίσιο και είναι τυπική στον οικονομικό λεξιλόγιο. Η συχνότητα εμφάνισής της μπορεί να αυξάνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης ή μεταβολών στην αγορά.
Η κυβέρνηση εφαρμόσε μια πολιτική αποπληθωρισμού για να καταπολεμήσει την αυξανόμενη πληθωρισμό.
Many economists argue that a deflationary policy can have negative effects on economic growth.
Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι μια πολιτική αποπληθωρισμού μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
A strict deflationary policy may lead to higher unemployment rates.
Η φράση "deflationary policy" δεν είναι συνήθως κομμάτι ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά συνδέεται με οικονομικούς όρους και καταστάσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερες οικονομικές προτάσεις:
Η πολιτική αποπληθωρισμού της κεντρικής τράπεζας στόχευε στη σταθεροποίηση της οικονομίας.
Critics of the deflationary policy say it freezes consumer spending.
Οι κριτικοί της πολιτικής αποπληθωρισμού λένε ότι παγώνει τις καταναλωτικές δαπάνες.
Following a deflationary policy may require careful consideration of its impact on the labor market.
Ο όρος "deflationary" προέρχεται από την λέξη "deflate", που σημαίνει "να αποσυρθώ αέρα ή αξία", και τον ελληνικό "-ary", που σημαίνει "σχετικός ή σχετιζόμενος με".