Η λέξη "deformed" σημαίνει κάτι που έχει αλλάξει τη φυσική του μορφή ή σχήμα, συνήθως με αρνητική έννοια. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα ή οργανισμούς που έχουν υποστεί παραμόρφωση, είτε λόγω φυσικών αιτίων είτε ως αποτέλεσμα βλάβης ή ανθρώπινης παρέμβασης. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά αξιοσημείωτη, εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η γλυπτική φάνηκε παραμορφωμένη μετά από την καταιγίδα που την κατέστρεψε.
He was born with a deformed hand, but he has learned to adapt.
Γεννήθηκε με ένα παραμορφωμένο χέρι, αλλά έχει μάθει να προσαρμόζεται.
The factory's pollution caused the plants to grow deformed.
Η λέξη "deformed" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με παρόμοιες έννοιες παραμόρφωσης ή αλλαγής:
Η ομορφιά είναι στα μάτια του παρατηρητή, ακόμα και το παραμορφωμένο μπορεί να είναι όμορφο.
Don't judge others by their deformed appearances.
Μην κρίνετε τους άλλους από τις παραμορφωμένες εμφανίσεις τους.
Every deformed creature has a story to tell.
Η λέξη "deformed" προέρχεται από το μεσαία Αγγλικό "deform", το οποίο ετυμολογικά προέρχεται από τα Λατινικά "deformare", που σημαίνει "να πάρει μια άλλη μορφή" (de- + formare, όπου "formare" σημαίνει "να διαμορφώνω").
Misshapen (κακόσχημος)
Αντώνυμα: