Η λέξη "degenerates" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάτι που έχει υποστεί εκφυλισμό ή μείωση στην ποιότητα, κατάσταση ή αξία του. Στα Αγγλικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε ιατρικό όσο και σε κοινωνικό πλαίσιο. Στην περίπτωση του ουσιαστικού "degenerates", αναφέρεται σε άτομα ή ομάδες που θεωρούνται ότι έχουν ηθική ή κοινωνική πτώση.
Συχνότητα Χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται πιο συχνά σε γραπτά κείμενα και κοινωνικούς σχολιασμούς, παρά σε προφορικό λόγο.
Η νέα πολιτική στόχευε στην αποκατάσταση αυτών που θεωρούνταν εκφυλισμένοι.
Some argue that television shows promote degenerates as role models.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι τηλεοπτικές εκπομπές προάγουν τους εκφυλισμένους ως πρότυπα.
The degeneration of society often begins with its so-called degenerates.
Η λέξη "degenerate" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που περιγράφουν τη φθορά ή την κοινωνική πτώση.
Η ήρεμη διαμαρτυρία γρήγορα εκφυλίστηκε σε χάος.
"A degenerate mindset"
Πολλά προβλήματα στην κοινωνία προέρχονται από μια εκφυλισμένη νοοτροπία.
"Social degenerates"
Αναφέρθηκε σε εκείνους που εμπλέκονται σε εγκληματικότητα ως κοινωνικούς εκφυλισμένους.
"Degenerated values"
Η λέξη "degenerate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "degenerare", που σημαίνει "να εκφυλίζεται" ή "να απομακρύνεται από την προηγούμενη κατάσταση".
Αυτές οι πληροφορίες αποτυπώνουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "degenerates" στην αγγλική γλώσσα, καθώς και τις πολλές εκφάνσεις της στην καθημερινή χρήση.