Η «degenerative atrophy» αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου υπάρχει συρρίκνωση ή μείωση του όγκου ενός ιστού ή οργάνου, συχνά λόγω εκφυλιστικών διαδικασιών. Αυτές οι διαδικασίες μπορεί να προκληθούν από διάφορους παράγοντες, όπως η γήρανση, ασθένειες ή η έλλειψη χρήσης του συγκεκριμένου ιστού. Στον ιατρικό χώρο, ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη διαδικασία που συμβαίνει σε μυς, νεύρα ή άλλους ιστούς.
Η φράση «degenerative atrophy» χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικό και επιστημονικό πλαίσιο, και είναι πιο συχνή σε γραπτή μορφή παρά στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς απευθύνεται σε ειδικούς τομείς της ιατρικής και της βιολογίας.
The patient was diagnosed with degenerative atrophy of the muscle tissue.
Ο ασθενής διαγνώστηκε με εκφυλιστική ατροφία του μυϊκού ιστού.
Researchers are studying the effects of aging on degenerative atrophy.
Οι ερευνητές μελετούν τις επιδράσεις της γήρανσης στην εκφυλιστική ατροφία.
Ο όρος «degenerative atrophy» δεν είναι особенно συχνά χρήσιμος σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, άλλες σχετικές φράσεις χρησιμοποιούνται στο ιατρικό πλαίσιο:
“Muscle degeneration leads to significant degenerative atrophy.”
«Η μυϊκή εκφύλιση οδηγεί σε σημαντική εκφυλιστική ατροφία.»
“Chronic diseases often cause degenerative atrophy of various organs.”
«Οι χρόνιες ασθένειες συχνά προκαλούν εκφυλιστική ατροφία διαφόρων οργάνων.»
“Physical inactivity can result in significant degenerative atrophy over time.”
«Η σωματική ανενεργότητα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα σημαντική εκφυλιστική ατροφία με την πάροδο του χρόνου.»