Η λέξη "degrade" χρησιμοποιείται κυρίως ως ρήμα και όπου σημαίνει: 1. Να υποβαθμίζει την ποιότητα ή την κατάσταση κάποιου ή κάτι. - Παράδειγμα: "The pollution has degraded the quality of the water." (Η ρύπανση έχει υποβαθμίσει την ποιότητα του νερού.)
Παράδειγμα: "He felt that the comments from his boss degraded his efforts." (Νόμιζε ότι τα σχόλια από τον προϊστάμενό του υποτίμησαν τις προσπάθειές του.)
Στο επιστημονικό ή τεχνικό πλαίσιο, μπορεί να αναφέρεται στη διαδικασία χημικής ή φυσικής αλλαγής σε λιγότερο πολύτιμα ή ενεργά μορφές.
Η λέξη "degrade" χρησιμοποιείται σε ποικιλία καταστάσεων, από οικολογικές αναφορές έως κοινωνικές σχέσεις. Συνδυάζεται συχνά με θέματα που αφορούν την υποβάθμιση, την αποσύνθεση υλικών ή την μειωμένη κοινωνική κατάσταση.
Η χρήση της λέξης "degrade" είναι μέτρια έως υψηλή στην αγγλική γλώσσα, κυρίως σε επιστημονικά και οικολογικά κείμενα, καθώς και σε γραφές που αφορούν την κοινωνική κριτική.
Η λέξη "degrade" χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο συχνή σε γραπτά συμφραζόμενα, ειδικά σε κείμενα που περιλαμβάνουν αναλύσεις ή περιγραφές σχέσεων μεταξύ στοιχείων.
"Αυτά τα χημικά μπορούν να υποβαθμίσουν το περιβάλλον."
"He felt that the new policy would degrade their working conditions."
"Αισθάνθηκε ότι η νέα πολιτική θα υποβάθμιζε τις συνθήκες εργασίας τους."
"Plastic waste can take hundreds of years to degrade."
Η λέξη "degrade" προέρχεται από τα λατινικά "de-" που σημαίνει "κάτω" ή "μακριά" και "gradus", που σημαίνει "στάδιο" ή "βάθρο". Έτσι, κυριολεκτικά σημαίνει "να χάνει το στάδιο" ή "να πέφτει σε κατώτερη κατάσταση".