Dehydratase είναι ουσιαστικό.
/diːhaɪˈdreɪteɪs/
Η dehydratase αναφέρεται σε μια κατηγορία ενζύμων που καταλύουν αντιδράσεις απομάκρυνσης νερού από μόρια. Αυτά τα ένζυμα παίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές βιοχημικές διαδικασίες, όπως ο μεταβολισμός αμινοξέων και άλλων βιολογικών μορίων. Η συχνότητα χρήσης αυτής της λέξης είναι κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επιστημονικές ή βιοχημικές δημοσιεύσεις.
The enzyme called dehydratase is essential for the metabolism of certain amino acids.
Το ένζυμο που ονομάζεται δεϋδρογονάση είναι απαραίτητο για το μεταβολισμό ορισμένων αμινοξέων.
Researchers have found that dehydratase plays a critical role in the synthesis of essential biomolecules.
Οι ερευνητές έχουν βρει ότι η δεϋδρογονάση παίζει κρίσιμο ρόλο στη σύνθεση απαραίτητων βιομορίων.
Η λέξη "dehydratase" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Αγγλικά, καθώς χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικό και τεχνικό πλαίσιο. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται προτάσεις που περιλαμβάνουν το συγκεκριμένο όρο:
The activity of dehydratase can be influenced by temperature changes.
Η δραστηριότητα της δεϋδρογονάσης μπορεί να επηρεαστεί από αλλαγές στη θερμοκρασία.
A deficiency in dehydratase can lead to metabolic disorders.
Μια ανεπάρκεια στη δεϋδρογονάση μπορεί να οδηγήσει σε μεταβολικές διαταραχές.
Understanding the function of dehydratase helps in the development of new drugs.
Η κατανόηση της λειτουργίας της δεϋδρογονάσης βοηθά στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων.
Η λέξη "dehydratase" προέρχεται από το ελληνικό "de-" (παρά) και "hydr" (νερό) συν την κατάληξη "-ase", που υποδηλώνει ότι πρόκειται για ένζυμο.
Συνώνυμα: - Water-lyase (χαλαρή χρήση) - Dehydrating enzyme
Αντώνυμα: - Hydratase (ένζυμα που προσθέτουν νερό) - Rehydration enzyme