Το "del" είναι ένα ρήμα (verb) και επίσης μπορεί να λειτουργεί ως συντομογραφία του "delete".
Το "del" σημαίνει "διαγράφω" και χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της πληροφορικής για την αφαίρεση δεδομένων ή αρχείων. Στη γλώσσα των υπολογιστών, αναφέρεται συχνά με την εντολή "delete". Χρησιμοποιείται περισσότερο γραπτά, ειδικά σε τεχνικά και προγραμματιστικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικούς διαλόγους σχετικά με την τεχνολογία.
Παρακαλώ πατήστε το πλήκτρο "διαγραφή" για να αφαιρέσετε το επιλεγμένο αντικείμενο.
I accidentally hit "del" and lost my document.
Αν και το "del" δεν είναι κοινώς αποδεκτό σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που σχετίζονται με τη διαγραφή ή την απώλεια:
Μην πατάς "διαγραφή" πολύ γρήγορα; μπορεί να χάσεις κάτι σημαντικό!
After hitting "del," nothing was left of the data.
Η λέξη "del" είναι μια συντομογραφία του αγγλικού ρήματος "delete," το οποίο προέρχεται από το Λατινικό "deletus," που σημαίνει "εξαλείφω" ή "απαλείφω."