Η φράση "delayed healing" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dɪˈleɪd ˈhiːlɪŋ/
Η φράση "delayed healing" αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η διαδικασία επούλωσης ενός τραυματισμού ή ασθένειας δεν προχωρά με τον αναμενόμενο ή φυσιολογικό ρυθμό. Αυτό μπορεί να συμβαίνει για διάφορους λόγους, όπως λοιμώξεις, ανεπαρκή κυκλοφορία του αίματος ή άλλες υποκείμενες ιατρικές καταστάσεις. Η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά κείμενα και σε περιγραφές ασθενών, αλλά και σε προσωπικές συζητήσεις.
Είναι περισσότερο χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε ιατρικές αναφορές, άρθρα και βιβλία, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο όταν τέτοιες καταστάσεις ή αναζητήσεις συζητούνται.
The patient is experiencing delayed healing after the surgery.
Ο ασθενής βιώνει καθυστερημένη επούλωση μετά τη χειρουργική επέμβαση.
Factors like poor nutrition can lead to delayed healing.
Παράγοντες όπως η κακή διατροφή μπορούν να οδηγήσουν σε καθυστερημένη επούλωση.
The doctor monitored the wound closely due to signs of delayed healing.
Ο γιατρός παρακολουθούσε προσεκτικά την πληγή λόγω σημείων καθυστερημένης επούλωσης.
Η φράση "delayed healing" δεν είναι τόσο κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που σχετίζονται με κατάσταση ευεξίας ή αποκατάστασης.
Healing takes time, and delayed healing can be frustrating.
Η επούλωση χρειάζεται χρόνο, και η καθυστερημένη επούλωση μπορεί να είναι απογοητευτική.
After the injury, she had to be patient with the delayed healing process.
Μετά τον τραυματισμό, έπρεπε να δείξει υπομονή με την διαδικασία καθυστερημένης επούλωσης.
Many factors can contribute to delayed healing, and it's important to address them.
Πολλοί παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν στην καθυστέρηση της επούλωσης, και είναι σημαντικό να τους αντιμετωπίσουμε.
Η λέξη "delayed" προέρχεται από το μεσαίο αγγλικό "delayed", που σημαίνει "να καθυστερώ", και η λέξη "healing" προέρχεται από το αγγλικής προέλευσης "heal", που σημαίνει "να επουλώσω", με τις ρίζες της να εντοπίζονται στα παλαιά αγγλικά.
Συνώνυμα: - καθυστερημένη αποκατάσταση - αργή επούλωση
Αντώνυμα: - ταχεία επούλωση - άμεση αποκατάσταση