Delegation είναι ουσιαστικό.
/ˌdɛlɪˈɡeɪʃən/
Η λέξη "delegation" αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία μια άτομο ή μια ομάδα αναθέτει καθήκοντα ή εξουσία σε κάποιον άλλο ή σε μια ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά σε επαγγελματικά και διοικητικά συμφραζόμενα και διαφέρει σε συχνότητα χρήσης ανάμεσα στον προφορικό και γραπτό λόγο. Υπάρχει μεγαλύτερη τάση να χρησιμοποιείται σε γραπτά κείμενα, όπως έγγραφα και αναφορές, ωστόσο είναι χρήσιμη και στον προφορικό διάλογο.
Η ανάθεση καθηκόντων από τον διευθυντή βελτίωσε την παραγωγικότητα της ομάδας.
A delegation from our company will attend the conference next week.
Μια αντιπροσωπεία από την εταιρεία μας θα παρακολουθήσει το συνέδριο την επόμενη εβδομάδα.
Delegation is an important skill for any leader to develop.
"Delegation" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εκχώρηση εξουσίας ή καθήκοντος.
Η αποτελεσματική ανάθεση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιτυχία της ομάδας.
Without proper delegation, projects often face delays.
Χωρίς σωστή εκχώρηση, τα έργα συχνά αντιμετωπίζουν καθυστερήσεις.
The art of delegation requires trust and clear communication.
Η τέχνη της εκχώρησης απαιτεί εμπιστοσύνη και σαφή επικοινωνία.
Failure to delegate can lead to burnout among leaders.
Η αποτυχία να εκχωρήσεις καθήκοντα μπορεί να οδηγήσει σε εξάντληση των ηγετών.
Delegation is key to managing a diverse team effectively.
Η λέξη "delegation" προέρχεται από τη λατινική λέξη "delegatio", που σημαίνει "αποστολή" ή "εκχώρηση", και αυτή με τη σειρά της από τη ρίζα "delegare", που σημαίνει "να στείλω" ή "να αναθέσω".
Συνώνυμα: - Ανάθεση - Εκχώρηση - Αντιπροσωπεία
Αντώνυμα: - Αυτονομία - Σύλληψη (του καθήκοντος) - Αυτοδιοίκηση
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τη λέξη "delegation" με λεπτομέρειες για την κατανόησή της και τη χρήση της στη γλώσσα Αγγλικά.