Επίθετο
/dɪˈliːtə.ri.əs/
Η λέξη "deleterious" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει αρνητικές επιπτώσεις ή που είναι επιβλαβές. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά κείμενα ή σε πλαίσια που αφορούν την υγεία και την οικολογία. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
The chemicals released into the river were found to be deleterious to aquatic life.
Οι χημικές ουσίες που απελευθερώθηκαν στον ποταμό διαπιστώθηκε ότι είναι βλαβερές για τη θαλάσσια ζωή.
Smoking has many deleterious effects on human health.
Το κάπνισμα έχει πολλές επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία.
The study revealed the deleterious impact of pollution on the environment.
Η μελέτη αποκάλυψε την ζημιογόνο επίδραση της ρύπανσης στο περιβάλλον.
Η λέξη "deleterious" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει τις εξής φράσεις:
Deleterious effects on health
Βλαβερές επιπτώσεις στην υγεία.
Example: Prolonged exposure to ultraviolet rays can lead to deleterious effects on health.
Η παρατεταμένη έκθεση σε υπεριώδεις ακτίνες μπορεί να οδηγήσει σε βλαβερές επιπτώσεις στην υγεία.
Deleterious substances
Βλαβερές ουσίες.
Example: Many household products contain deleterious substances that can harm the environment.
Πολλά οικιακά προϊόντα περιέχουν βλαβερές ουσίες που μπορούν να βλάψουν το περιβάλλον.
Deleterious behaviors
Βλαβερές συμπεριφορές.
Example: Engaging in deleterious behaviors can have lifelong consequences.
Η εμπλοκή σε βλαβερές συμπεριφορές μπορεί να έχει μόνιμες συνέπειες.
Η λέξη "deleterious" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα "δηλητηριάζω" (δηλητήριο), που σημαίνει "να προκαλώ βλάβη". Η λέξη εισήλθε στην αγγλική γλώσσα το 17ο αιώνα μέσω της λατινικής "deleterius".