delight - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

delight (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "delight" είναι ουσιαστικό και ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/dɪˈlaɪt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "delight" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αίσθηση μεγάλης ευχαρίστησης ή χαράς. Όταν χρησιμοποιείται ως ρήμα, σημαίνει να προσφέρεις χαρά ή ευχαρίστηση σε κάποιον. Γενικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε λογοτεχνικά κείμενα ή περιγραφές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The children's laughter brought her great delight.
  2. Το γέλιο των παιδιών της έφερε μεγάλη ευχαρίστηση.

  3. She found delight in painting the sunset.

  4. Βρήκε χαρά στο να ζωγραφίζει το ηλιοβασίλεμα.

  5. His performance was a delight to watch.

  6. Η παράστασή του ήταν ευχαρίστηση να την παρακολουθείς.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "delight" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν τη χαρά ή την ευχαρίστηση.

  1. A delightful surprise
  2. It was a delightful surprise to see my old friend again.
  3. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη να δω ξανά τον παλιό μου φίλο.

  4. To take delight in (something)

  5. She takes delight in her garden every spring.
  6. Αυτή βρίσκει ευχαρίστηση στον κήπο της κάθε άνοιξη.

  7. Delightful company

  8. He is always a delightful company during our dinners.
  9. Είναι πάντα ευχάριστη παρέα κατά τη διάρκεια των δείπνων μας.

  10. A source of delight

  11. The new park became a source of delight for the community.
  12. Το νέο πάρκο έγινε πηγή χαράς για την κοινότητα.

  13. Delightful experience

  14. Visiting the art gallery was a delightful experience.
  15. Η επίσκεψη στην πινακοθήκη ήταν μια ευχάριστη εμπειρία.

  16. Delight in the little things

  17. We should learn to delight in the little things in life.
  18. Πρέπει να μάθουμε να βρίσκουμε ευχαρίστηση στα μικρά πράγματα στη ζωή.

Ετυμολογία

Η λέξη "delight" προέρχεται από τη μεσαιωνική αγγλική "delit," που με τη σειρά της προήλθε από τη γαλλική "delit" και έχει ρίζες στο λατινικό "delectare," που σημαίνει "να ευχαριστεί" ή "να δίνει χαρά".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: pleasure, joy, happiness, enchantment
Αντώνυμα: displeasure, sadness, unhappiness, disappointment



25-07-2024