Η φράση "delinquent state" αποτελείται από δύο λέξεις: - "delinquent": επίθετο - "state": ουσιαστικό
Η φράση "delinquent state" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή κατάσταση που σχετίζεται με τη παραβατικότητα ή με άτομα που έχουν παραβεί το νόμο, όπως στην περίπτωση ανηλίκων. Στη γλώσσα Αγγλικά, χρησιμοποιείται συνήθως στο πλαίσιο της νομικής ή κοινωνικής περιγραφής καταστάσεων που αφορούν παραβατική συμπεριφορά ή πολιτικές που σχετίζονται με αυτήν.
Η συχνότητα χρήσης της έκφρασης είναι πιο αυξημένη σε γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά έγγραφα, ακαδημαϊκές μελέτες ή αναφορές για κοινωνικά προβλήματα.
The court decided to intervene in the delinquent state of the community.
(Το δικαστήριο αποφάσισε να παρέμβει στην παραβατική κατάσταση της κοινότητας.)
Programs aimed at improving the delinquent state of youth are crucial for preventive measures.
(Προγράμματα που στοχεύουν στη βελτίωση της παραβατικής κατάστασης των νέων είναι κρίσιμα για προληπτικά μέτρα.)
The delinquent state of urban areas can lead to increased crime rates.
(Η παραβατική κατάσταση των αστικών περιοχών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των ποσοστών εγκλήματος.)
Η "delinquent state" δεν χρησιμοποιείται ως μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά αρκετές φράσεις σχετικές με την παραβατικότητα επισημαίνουν τη σημασία τους στον τομέα της κοινωνιολογίας και των νομικών σπουδών.
The education system must address the issues causing a delinquent state among teenagers. (Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που προκαλούν την παραβατική κατάσταση μεταξύ των εφήβων.)
There are many factors contributing to the delinquent state of our society.
(Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που συμβάλλουν στην παραβατική κατάσταση της κοινωνίας μας.)
Addressing the delinquent state of individuals requires a comprehensive approach.
(Η αντιμετώπιση της παραβατικής κατάστασης των ατόμων απαιτεί μια συνολική προσέγγιση.)
Rehabilitation programs can transform a delinquent state into a productive life.
(Τα προγράμματα αποκατάστασης μπορούν να μετατρέψουν μια παραβατική κατάσταση σε μια παραγωγική ζωή.)
Η λέξη "delinquent" προέρχεται από τη λατινική λέξη "delinquentem," που σημαίνει "παραβάτης" ή "ένας που παραβαίνει". Η λέξη "state" προέρχεται από τη λατινική "status," που σημαίνει "κατάσταση" ή "θέση".
Συνώνυμα: - Unruly (παραβατικός) - Offending (παραβατικός)
Αντώνυμα: - Law-abiding (νομοταγής) - Compliant (υπακοή)