Ρήμα
/dɪˈlɪəreɪt/
Η λέξη "delirate" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη στην αγγλική γλώσσα και ορισμένες φορές θεωρείται ως παραϊατρικός όρος που αναφέρεται στην κατάσταση της διέγερσης ή των ψυχικών παραισθήσεων. Στα περισσότερα κείμενα, μπορεί να χρησιμοποιείται σπανίως και δεν ανήκει σε κοινό λεξιλόγιο, οπότε η συχνότητα χρήσης είναι περιορισμένη.
Η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει μια κατάσταση όπου ένα άτομο είναι σε κατάσταση συναισθηματικής ή πνευματικής έντασης, συνήθως λόγω ασθένειας ή άλλων επιβαρυντικών παραγόντων. Η χρήση της ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε ιατρικά ή ψυχιατρικά πλαίσια, μεৎ από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Ο ασθενής άρχισε να επιδεινώνεται καθώς η πυρετός χειροτέρευε.
During the late stages of his illness, he would often delirate, speaking incoherently.
Κατά τα τελευταία στάδια της ασθένειάς του, συχνά αναφερόταν σε μια αφελή κατάσταση, μιλώντας ασύντακτα.
The researchers noted that he might delirate under extreme stress conditions.
Λόγω της σπανιότητας της λέξης "delirate" στην αγγλική, δεν υπάρχουν δημοφιλείς ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη. Ωστόσο, μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες σχετικές εκφράσεις που περιγράφουν καταστάσεις παρόμοιες με αυτές που συνδέονται με την έννοια του "delirate":
Μετά τη νίκη στον διαγωνισμό, ήταν αφελής από τη χαρά της.
Deliriously happy: When he received the good news, he felt deliriously happy.
Όταν έλαβε τα καλά νέα, ένιωσε αφελής από ευτυχία.
Delirium tremens: The patient suffered from delirium tremens, a severe form of alcohol withdrawal.
Η λέξη "delirate" προέρχεται από το λατινικό "delirare", που σημαίνει "να αποκλίνουμε από την ομαλή πορεία" ή "να είμαστε τρελοί". Αναφέρεται σε καταστάσεις που σχετίζονται με την ψυχή ή τη συνείδηση, αλλά με εστίαση σε διαταραγμένες καταστάσεις.
Συνώνυμα: - Deranged - Unsettled - Frenzied
Αντώνυμα: - Calm - Collected - Sane