Desiccated fruit είναι ουσιαστικό.
/ˈdɛs.ɪ.keɪ.tɪd fruːt/
Ο όρος "desiccated fruit" αναφέρεται σε φρούτα που έχουν αποξηρανθεί, δηλαδή έχουν αφαιρεθεί όλα ή τα περισσότερα από τα υγρά τους. Αυτή η διαδικασία συνήθως αποσκοπεί στη συντήρηση των φρούτων και στην αύξηση της διάρκειας ζωής τους. Τα αποξηραμένα φρούτα είναι δημοφιλή ως σνακ ή συστατικό σε συνταγές και συχνά χρησιμοποιούνται σε δημητριακά, γλυκά και σαλάτες.
Η συχνότητα χρήσης του όρου στα Αγγλικά είναι μέτρια, με περισσότερη χρήση σε γραπτό κείμενο όπως συνταγές, άρθρα υγιεινής διατροφής και ετικέτες προϊόντων. Χρησιμοποιείται και στην προφορική γλώσσα, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την κουζίνα ή διατροφή.
Η συνταγή απαιτεί αποξηραμένους καρπούς για να ενισχύσει τη γεύση.
You can find desiccated fruit in health food stores.
Μπορείτε να βρείτε αποξηραμένους καρπούς σε καταστήματα υγιεινής διατροφής.
Desiccated fruit is a great addition to trail mix.
Η φράση "desiccated fruit" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορούμε να δημιουργήσουμε μερικές προτάσεις όπου ούτε το αποξηραμένο, ούτε οι καρποί είναι κυριολεκτικά το θέμα. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
Αισθανόταν σαν αποξηραμένος καρπός, ξεγυμνωμένος από κάθε ενθουσιασμό.
In the hot sun, he was as dry as desiccated fruit.
Κάτω από τον καυτό ήλιο, ήταν όσο ξερός είναι ένας αποξηραμένος καρπός.
After the long meeting, my energy felt as depleted as desiccated fruit.
Η λέξη "desiccated" προέρχεται από το λατινικό "desiccare", που σημαίνει "να αφαιρεθεί το υγρό", και το "fruit" προέρχεται από το λατινικό "fructus", που σημαίνει "καρπός" ή "φορέας καρπών".
Συνώνυμα: - Dried fruit - Dehydrated fruit
Αντώνυμα: - Fresh fruit - Juicy fruit
Το desiccated fruit αποτελεί σημαντική πηγή θρεπτικών συστατικών και είναι χρήσιμο σε πολλές διατροφές, καθιστώντας τον όρο μια πρακτική και γευστική επιλογή.