Desintegration είναι ένα ουσιαστικό.
/ˌdɪs.ɪnˈtɪɡ.reɪ.ʃən/
Η λέξη desintegration αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της αποσύνθεσης ή διάλυσης ενός αντικειμένου, συστήματος ή ιδέας σε μικρότερα ή πιο απλοποιημένα μέρη. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε κοινωνικές ή πολιτικές συζητήσεις.
Η λέξη δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη στην καθημερινή ομιλία, και κυρίως εμφανίζεται σε γραπτό λόγο, ειδικά σε ακαδημαϊκές ή τεχνικές δημοσιεύσεις.
The desintegration of the structure was visible after the earthquake.
Η αποσύνθεση της δομής ήταν ορατή μετά τον σεισμό.
The scientist studied the desintegration process of various compounds.
Ο επιστήμονας μελέτησε τη διαδικασία αποσύνθεσης διαφόρων ενώσεων.
Η λέξη desintegration δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συζητήσεις που έχουν σχέση με το χάσιμο της συνοχής ή τη διάσπαση.
The desintegration of trust within the team led to its failure.
Η αποσύνθεση της εμπιστοσύνης μέσα στην ομάδα οδήγησε στην αποτυχία της.
His sudden desintegration of ideas made the discussion chaotic.
Η ξαφνική διάσπαση των ιδεών του έκανε τη συζήτηση χαοτική.
They feared the desintegration of the old social norms.
Φοβούνταν τη διάλυση των παλιών κοινωνικών κανόνων.
Η λέξη desintegration προέρχεται από το λατινικό πρόθεμα "dis-" που σημαίνει "μακριά" ή "χωρίς" και το ρήμα "integer" που σημαίνει "ακεραίος" ή "συγκροτημένος", υποδηλώνοντας την απομάκρυνση από μια κατάσταση ολοκλήρωσης.
Συνώνυμα: - αποσύνθεση - διάλυση - διασπαστικότητα
Αντώνυμα: - συγκέντρωση - ακεραιότητα - ενότητα