Desolate: επίθετο
Craving: ουσιαστικό
Desolate: /ˈdɛz.ə.lɪt/
Craving: /ˈkreɪ.vɪŋ/
Desolate: ερημωμένος, άγονος, λυπημένος
Craving: επιθυμία, πείνα, λαχτάρα
Desolate Craving: Η φράση αναφέρεται σε μια έντονη επιθυμία που συνοδεύεται από αίσθημα μοναξιάς ή ερημίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις όπου η επιθυμία είναι έντονη, αλλά επίσης συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα, όπως η θλίψη ή η απελπισία.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά στη λογοτεχνία, τη μουσική και την ποίηση, και έχει μία πιο θεαματική ή ρομαντική χροιά. Εμφανίζεται λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε γραπτά κείμενα.
The desolate craving for connection left him feeling empty.
Η ερημωμένη επιθυμία για σύνδεση τον άφησε να νιώθει άδειος.
She wandered through the streets, battling her desolate craving for love.
Περιπλανήθηκε στους δρόμους, καταπολεμώντας την ερημωμένη επιθυμία της για αγάπη.
The desolate craving in her heart grew stronger each day.
Η ερημωμένη επιθυμία στην καρδιά της γινόταν όλο και πιο δυνατή κάθε μέρα.
Λόγω της φύσης της φράσης "desolate craving", δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση της συνδυασμένα με άλλες εκφράσεις:
He tried to fill the void created by his desolate craving.
Προσπάθησε να γεμίσει το κενό που δημιουργούσε η ερημωμένη του επιθυμία.
Her desolate craving for acceptance drove her to extremes.
Η ερημωμένη επιθυμία της για αποδοχή την οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις.
The artist channeled his desolate craving into his work.
Ο καλλιτέχνης μετέτρεψε την ερημωμένη του επιθυμία στο έργο του.
In a fit of despair, he acknowledged his desolate craving for understanding.
Σε μια στιγμή απελπισίας, παραδέχτηκε την ερημωμένη του επιθυμία για κατανόηση.
The movie portrayed a protagonist consumed by a desolate craving for truth.
Η ταινία παρουσίασε έναν πρωταγωνιστή που καταναλωνόταν από μια ερημωμένη επιθυμία για αλήθεια.
Συνώνυμα:
- Desolate: deserted, bleak, deprived
- Craving: longing, desire, hunger
Αντώνυμα:
- Desolate: populated, cheerful, thriving
- Craving: satiation, contentment, aversion