desolate craving - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

desolate craving (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Desolate: επίθετο
Craving: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

Desolate: /ˈdɛz.ə.lɪt/
Craving: /ˈkreɪ.vɪŋ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Desolate: ερημωμένος, άγονος, λυπημένος
Craving: επιθυμία, πείνα, λαχτάρα

Σημασία της λέξης

Desolate Craving: Η φράση αναφέρεται σε μια έντονη επιθυμία που συνοδεύεται από αίσθημα μοναξιάς ή ερημίας. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις όπου η επιθυμία είναι έντονη, αλλά επίσης συνοδεύεται από αρνητικά συναισθήματα, όπως η θλίψη ή η απελπισία.

Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά στη λογοτεχνία, τη μουσική και την ποίηση, και έχει μία πιο θεαματική ή ρομαντική χροιά. Εμφανίζεται λιγότερο στον προφορικό λόγο και περισσότερο σε γραπτά κείμενα.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. The desolate craving for connection left him feeling empty.
    Η ερημωμένη επιθυμία για σύνδεση τον άφησε να νιώθει άδειος.

  2. She wandered through the streets, battling her desolate craving for love.
    Περιπλανήθηκε στους δρόμους, καταπολεμώντας την ερημωμένη επιθυμία της για αγάπη.

  3. The desolate craving in her heart grew stronger each day.
    Η ερημωμένη επιθυμία στην καρδιά της γινόταν όλο και πιο δυνατή κάθε μέρα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Λόγω της φύσης της φράσης "desolate craving", δεν είναι συνήθως μέρος κοινών ιδιωματικών εκφράσεων. Ωστόσο, οι παρακάτω προτάσεις δείχνουν τη χρήση της συνδυασμένα με άλλες εκφράσεις:

  1. He tried to fill the void created by his desolate craving.
    Προσπάθησε να γεμίσει το κενό που δημιουργούσε η ερημωμένη του επιθυμία.

  2. Her desolate craving for acceptance drove her to extremes.
    Η ερημωμένη επιθυμία της για αποδοχή την οδήγησε σε ακραίες καταστάσεις.

  3. The artist channeled his desolate craving into his work.
    Ο καλλιτέχνης μετέτρεψε την ερημωμένη του επιθυμία στο έργο του.

  4. In a fit of despair, he acknowledged his desolate craving for understanding.
    Σε μια στιγμή απελπισίας, παραδέχτηκε την ερημωμένη του επιθυμία για κατανόηση.

  5. The movie portrayed a protagonist consumed by a desolate craving for truth.
    Η ταινία παρουσίασε έναν πρωταγωνιστή που καταναλωνόταν από μια ερημωμένη επιθυμία για αλήθεια.

Ετυμολογία της λέξης

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:
- Desolate: deserted, bleak, deprived
- Craving: longing, desire, hunger

Αντώνυμα:
- Desolate: populated, cheerful, thriving
- Craving: satiation, contentment, aversion



25-07-2024