Η λέξη "desorb" αναφέρεται στη διαδικασία απελευθέρωσης ενός ατόμου ή ενός μόριου από την επιφάνεια ενός υλικού, μετά από διαδικασία απορρόφησης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη χημεία, τη φυσική ή τη βιολογία.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη "desorb" χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι χαμηλή σε καθημερινό προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται περισσότερο σε γραπτά πεδία.
The molecules will desorb from the surface under high temperatures.
Τα μόρια θα αποδεσμευτούν από την επιφάνεια υπό υψηλές θερμοκρασίες.
When the pressure is decreased, the gases will desorb quickly.
Όταν η πίεση μειωθεί, τα αέρια θα αποδεσμευτούν γρήγορα.
Desorbing the contaminants from the filter is essential for its efficiency.
Η απορρόφηση των ρύπων από το φίλτρο είναι ουσιαστική για την αποδοτικότητά του.
Η λέξη "desorb" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις ή εκφράσεις που μεταφέρουν μεγαλύτερη εικόνα στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες επιστημονικές έννοιες.
The contaminants were not only absorbed but also desorbed, leading to a cleaner environment.
Οι ρύποι δεν απορροφήθηκαν μόνο αλλά και αποδεσμεύθηκαν, οδηγώντας σε ένα πιο καθαρό περιβάλλον.
After heating, the previously desorbed compounds re-adsorbed onto the surface.
Μετά τη θέρμανση, οι προηγουμένως αποδεσμευμένοι ενώσεις ξανα-απορροφήθηκαν στην επιφάνεια.
Η λέξη "desorb" προέρχεται από το πρόθεμα "de-" που υποδεικνύει αφαίρεση ή κατάργηση, και τη ρίζα "-sorb" που προέρχεται από τη λατινική λέξη "sorbere" που σημαίνει "να απορροφά".