Η φράση "detection of crime" αποτελεί συνδυασμό ουσιαστικού (detection) και ουσιαστικού (crime).
/dɪˈtɛkʃən əv kraɪm/
Η "detection of crime" αναφέρεται στη διαδικασία της αναγνώρισης και του εντοπισμού εγκληματικών πράξεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η "detection" (ανίχνευση) υποδηλώνει τη διαδικασία καθορισμού αν έχει διαπραχθεί ένα έγκλημα, ενώ το "crime" αναφέρεται σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη που είναι τιμωρητέα από τον νόμο.
Η φράση χρησιμοποιείται συνήθως στον τομέα της αστυνομίας και της εγκληματολογίας και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο όπως σε άρθρα, νομικά κείμενα ή ανακοινώσεις κλπ.
The detection of crime is essential for maintaining public safety.
(Η ανίχνευση εγκλήματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της δημόσιας ασφάλειας.)
Technology has improved the detection of crime significantly in recent years.
(Η τεχνολογία έχει βελτιώσει σημαντικά την ανίχνευση εγκλήματος τα τελευταία χρόνια.)
Community programs can aid in the detection of crime and prevention strategies.
(Τα κοινοτικά προγράμματα μπορούν να βοηθήσουν στην ανίχνευση εγκλήματος και σε στρατηγικές πρόληψης.)
Η φράση "detection of crime" δεν χρησιμοποιείται συχνά μέσα σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες εκφράσεις που σχετίζονται με τη διαδικασία ανίχνευσης εγκλημάτων.
"The first step in the detection of crime is gathering evidence."
(Το πρώτο βήμα στην ανίχνευση εγκλήματος είναι η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.)
"Success in the detection of crime requires collaboration between law enforcement agencies."
(Η επιτυχία στην ανίχνευση εγκλήματος απαιτεί συνεργασία μεταξύ των υπηρεσιών επιβολής του νόμου.)
"Modern techniques enhance the detection of crime in urban areas."
(Οι σύγχρονες τεχνικές ενισχύουν την ανίχνευση εγκλήματος σε αστικές περιοχές.)
Συνώνυμα: - detection: identification, discovery - crime: offense, wrongdoing
Αντώνυμα: - detection: concealment - crime: legality, lawfulness
Η φράση "detection of crime" είναι σημαντική στη συζήτηση σχετικά με την ασφάλεια και την επιβολή του νόμου και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του σχετικού διάλογου σε διάφορους τομείς.