Η φράση "detonating gas" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/dɛtəneɪtɪŋ ɡæs/
Ο όρος "detonating gas" αναφέρεται σε αέρια που έχουν την ικανότητα να προκαλούν μια εκρηκτική αντίδραση. Συνήθως συνδέεται με αέρια που μπορούν να προκαλέσουν εκρήξεις όταν αναμιγνύονται με τον αέρα ή εκτίθενται σε πυρκαγιά. Η χρήση του όρου είναι σχετικά πιο συχνή σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
The factory was evacuated due to the presence of detonating gas.
(Το εργοστάσιο εκκενώθηκε λόγω της παρουσίας εκρηκτικού αερίου.)
Safety measures must be taken when handling detonating gas.
(Πρέπει να ληφθούν μέτρα ασφαλείας κατά την διαχείριση εκρηκτικού αερίου.)
Research is ongoing to identify new types of detonating gas.
(Η έρευνα συνεχίζεται για την ταυτοποίηση νέων τύπων εκρηκτικού αερίου.)
Η φράση "detonating gas" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να δημιουργήσει συγκεκριμένες τεχνικές φράσεις.
In the presence of detonating gas, caution is advised.
(Στην παρουσία εκρηκτικού αερίου, συστήνεται προσοχή.)
Detonating gas can pose serious risks in enclosed spaces.
(Το εκρηκτικό αέριο μπορεί να θέσει σοβαρούς κινδύνους σε κλειστούς χώρους.)
It is crucial to monitor the levels of detonating gas.
(Είναι κρίσιμο να παρακολουθούνται τα επίπεδα του εκρηκτικού αερίου.)
Ο όρος προέρχεται από τη λέξη "detonate" (εκρήγνυμαι), η οποία είναι δανεισμένη από τη γαλλική "détoner". Ακολουθεί η λέξη "gas", που προέρχεται από την ελληνική λέξη "χάος" και χρησιμοποιείται σε πολλές γλώσσες για να περιγράψει την αέρια κατάσταση.
Συνώνυμα: - Explosive gas - Blasting gas
Αντώνυμα: - Inert gas - Non-explosive gas